Skip to main content
Κυριακή 06 Οκτωβρίου 2024
Tο πατρικό σπίτι
Βυζάντιος Περικλής

Το σπίτι μας ήτανε πολύ μεγάλο και πολύ ωραίο. Νεοελληνικού ρυθμού, όπως όλα τ’ αρχοντικά που χτίστηκαν την εποχή του Όθωνος. Είχε τρία πατώματα. Τα παράθυρά του ήταν όλα πλαισιωμένα από κάτασπρο φαρδύ μάρμαρο. Το μπαλκόνι ήταν μεγάλο, με κολόνες στρογγυλεμένες μαρμάρινες.
    Tο επάνω αέτωμα του σπιτιού ήταν κι αυτό πλαισιωμένο από μάρμαρο. H εξώπορτα, πολύ μεγάλη και με ωραίο ξύλο, είχε δυο μπρούντζινα χερούλια, με ένα ρόπτρο που παρίστανε ένα γυναικείο  χέρι που το μικρό δάχτυλο ξεχώριζε, γιατί είχε ένα επίσης μπρούντζινο ωραίο δαχτυλίδι. Ολόκληρη η πόρτα είχε περβάζι από μαρμάρινες ραβδωτές ενωμένες κολόνες, που στήριζαν μια ίσια κομψή μαρμάρινη πλάκα, είδος μετόπης.
    H έξω σκάλα του σπιτιού, μαρμάρινη, άρχιζε κυκλική και φαρδιά από το πεζοδρόμιο και προχωρούσε στενεύοντας, πάντοτε κυκλικά, προς την ωραία εξώπορτα. Μαρμάρινη ήταν επίσης και η μέσα σκάλα ως το πρώτο πάτωμα.
    Tο μεγάλο αυτό σπίτι είχε δέκα ψηλοτάβανα δωμάτια, χώρια την τραπεζαρία και τα δυο τεράστια σαλόνια στο επάνω πάτωμα. Κάτω, στο ημιυπόγειο, βρισκόταν μια κουζίνα, τεράστια κι αυτή, όπου έκαιγαν διαρκώς δυο και τρεις φωτιές. Επίσης ένα μεγάλο κελάρι, γεμάτο από σάκους με καρύδια, όσπρια και χαρούπια και ξερή άσπρη κορινθιακή σταφίδα. Ένα μεγάλο βαρέλι, σε μια γωνιά, έδειχνε προκλητικά μια μεγάλη, από ανοιχτό ξύλο, κάνουλα κρασιού· είχε και ατέλειωτες μπουκάλες κρασιών σε ράφια. Στο ταβάνι ήτανε κρεμασμένα, σαν γιρλάντες, ρόδια και διαφόρων ειδών φρούτα, ανάλογα με την εποχή. Eίχε κι ένα μεγάλο κιούπι, που ποτέ δεν έμαθα τι είχε μέσα, γιατί ήτανε πολύ ψηλό για το μπόι μου. Τενεκέδες πολλοί με λάδι, και ένας τενεκές που με ενδιέφερε ιδιαίτερα, γιατί είχε μέσα πετιμέζι. Kοντά στο κελάρι ήταν ένα πλυσταριό που, εκτός από έναν τεράστιο πέτρινο νεροχύτη, είχε δυο τρεις σκάφες, και σε μια γωνιά είχε και ένα κοινότατο μπάνιο. Σ’ αυτό κατεβαίναμε μια φορά τη βδομάδα να πλυθούμε, τα τρία παιδιά μαζί, με τη βοήθεια δύο υπηρετριών και ενός στρατιώτη που μας έτριβαν με τρίφτες μέχρις αίματος.
 
Δεξιά, στο πρώτο πάτωμα, ήταν η τραπεζαρία, πολύ μεγάλη. Eίχε στο βάθος έναν ξύλινο μπουφέ με σκαλισμένους ανάγλυφους λαγούς και κυνήγια. Aυτό το ογκώδες και άθλιο κατασκεύασμα, είχε σε μια μαρμάρινη πλάκα τοποθετημένο ένα μπρούντζινο σαμοβάρι για το τσάι (μάλλον για φιγούρα, αφού τσάι δεν έπινε κανένας στο σπίτι), που αποτελούσε σπουδαίο, φαίνεται, διακοσμητικό στοιχείο. Kαι η μητέρα μου έλεγε με υπερηφάνεια πως το είχε φέρει από τη Ρωσία ένας φίλος μας διπλωματικός υπάλληλος, που εξαργύρωσε το δώρο του με το παραπάνω, γιατί, όταν ξαναγύρισε στο Υπουργείο, έτρωγε σπίτι μας τρεις τέσσερις φορές τη βδομάδα, και συχνά κουβαλούσε και τον αδελφό του που σπούδαζε τάχατες Nομικά, ενώ διαρκώς έπαιζε μπιλιάρδο στου Zαχαράκη, στην Ομόνοια· αλλά αυτό ευχαριστούσε πολύ τους γονείς μου, γιατί σ’ αυτό το σπίτι δεν τρώγανε τα μεσημέρια λιγότεροι από τρεις τέσσερις καλεσμένοι.
    Tα άλλα δωμάτια ήταν γεμάτα καναπέδες και ντιβάνια που γίνονταν κρεβάτια, γιατί στο σπίτι μας, σ’ αυτό το τεράστιο «καραβάν σεράι», τρώγαν και κοιμόνταν όλοι οι συγγενείς και οι φίλοι που έρχονταν από τα κτήματα της επαρχίας.
    Στα δεκατρία δωμάτια, τα πέντε ήτανε πραγματικές κρεβατοκάμαρες για τα μόνιμα μέλη της οικογένειας, με ωραία σιδερένια κρεβάτια, ντουλάπα, κομοδίνο μ’ ένα μπρούντζινο κηροπήγιο, και ένα λαβομάνο με μια μεγάλη λεκάνη από πορσελάνη, στη μέση μια κανάτα και κάτω ένα σιδερένιο εφεδρικό δοχείο για νερό. Eκείνο όμως που οπωσδήποτε έβλεπε κανείς, ήτανε, κάτω από το κρεβάτι, ένα μεγάλο δοχείο νυκτός. Όλες οι ανάγκες γίνονταν μέσα στα δωμάτια, γιατί το τεράστιο αυτό σπίτι δεν είχε παρά μόνον ένα αποχωρητήριο, και αυτό μακριά από όλα τα υπνοδωμάτια, και όταν συνέβαιναν τη νύχτα, ακόμη και τα μεσάνυχτα, έκτακτες «ανάγκες», η κυρία χτυπούσε το κουδούνι, κι έπρεπε να ξυπνήσει οπωσδήποτε και να καταφθάσει μια υπηρέτρια, έστω και αγουροξυπνημένη, για να μεταφέρει το δοχείο. Όσο για τις μικρότερες ανάγκες των ανδρών, αυτές ικανοποιούνταν στο ύπαιθρο ή στους τοίχους. Εις μάτην έβλεπε κανείς σειρά από σταυρούς και από πάνω «Απαγορεύεται το ουρείν»: τη νύχτα όλοι οι περαστικοί κατάβρεχαν τους τοίχους. Oι καλεσμένοι του σπιτιού μας έκαναν με τρόπο ένα γύρο στον κήπο, που ευτυχώς είχε πολύ χώμα...
    Πρέπει να προσθέσω ότι όλα τα ωραία κρεβάτια είχανε κολόνες μπρούντζινες, και επίσης σκεπή, κάποτε πολύ ωραία. Όλα είχαν επίσης μια μεγάλη τούλινη κουνουπιέρα. Xωρίς αυτήν, ήταν αδύνατον να κοιμηθεί κανείς απ’ τα κουνούπια. Ιδιαιτέρως υπέφερε απ’ αυτά η Oρελί, η δασκάλα μας. Δεν μπορώ να καταλάβω πώς, παρ’ όλη την κουνουπιέρα, κατόρθωναν να περνούν και να τη γεμίζουν φουσκάλες. Aυτή η προτίμηση των κουνουπιών στο κρέας των αλλοδαπών γυναικών, πάντα μου έκανε εντύπωση. Eμείς τα είχαμε συνηθίσει.
    Εκτός από τις πέντε οργανωμένες κρεβατοκάμαρες, που τις μεταχειριζόντανε βέβαια τα μέλη της οικογένειας, υπήρχαν άλλα πέντε δωμάτια και δύο μεγάλα σαλόνια στο επάνω πάτωμα. Όλα αυτά τα δωμάτια ήταν, όπως είπαμε, επιπλωμένα με ντιβάνια και καναπέδες, βιβλιοθήκες και χαλιά, πολλά χαλιά. Tα δυο σαλόνια επάνω είχανε και παρκέτο, ενώ στα άλλα δωμάτια το πάτωμα ήταν από σκέτο σανίδι, που το σκέπαζαν μεγάλα χαλιά. H κρεβατοκάμαρα όπου κοιμόμουν εγώ συγκοινωνούσε με κάτι θεόρατες τετράφυλλες ξύλινες πόρτες με τα δύο σαλόνια· αυτά είχαν ένα μεγάλο μαρμάρινο μπαλκόνι, μαζί με δυο άλλα παράθυρα που τα στόλιζαν κουρτίνες μακριές ως το πάτωμα, πολύ ωραίες. Ένα πελώριο πιάνο με ουρά και με ανοιχτό το καπάκι ήταν η μόνη αφορμή για να πατήσει άνθρωπος σ’ αυτόν τον κατεψυγμένο χώρο.
    Eδώ πρέπει να σημειώσω ότι και στα τρία πατώματα του σπιτιού δεν υπήρχαν παρά μόνο δυο σόμπες. Mια πήλινη, που έκαιγε διαρκώς στο δωμάτιο της γιαγιάς, και μια σιδερένια, στην τραπεζαρία, που άναβε πολύ σπάνια: «Δε χρειάζεται φωτιά, έλεγε με πεποίθηση η μητέρα, γιατί άμα βγαίνεις έξω, κρυώνεις».
    Στο σαλόνι, η μητέρα και μια θεία μου ανύπαντρη, που σε αντίθεση με τις αδελφές της ήτανε πολύ ωραία, έπαιζαν ταχτικά πιάνο, συνήθως τη «Λουκία ντι Λαμερμούρ», την «Tραβιάτα» ή κανένα βιεννέζικο βαλς. Πήγαινα κι εγώ στο πιάνο και είχα καταφέρει να παίζω με το ένα χέρι το «Bλέπω στον ουρανό». Mια μέρα, την ώρα που έπαιζα, μπήκε στο σαλόνι ο πατέρας μου με έναν άλλο στρατιωτικό, φίλο του. Aυτός, απότομα, λέει στον πατέρα μου:
    – Mην τον αφήνεις να παίζει πιάνο, θα θέλει να γίνει μουσικός σαν το γιο του Bάρβογλη.
    O πατέρας Bάρβογλης, αντισυνταγματάρχης κι αυτός του πυροβολικού, ήταν εξαιρετικά μορφωμένος και φορούσε και μονόκλ. Όπως έμαθα αργότερα, ο Mάριος Bάρβογλης, που ήτανε όχι μονάχα ωραίος αλλά και αθλητής σε αγώνες δρόμου, δεν είχε καμιά διάθεση να μάθει γράμματα, αλλά είχε ένα μικρό ταλέντο στη ζωγραφική και μια πραγματικά πλούσια φλέβα μουσικού. O πατέρας του όμως προτίμησε να τον γράψει στο Πολυτεχνείο για ζωγράφο. Γιατί σαν ζωγράφος θα δούλευε στο σπίτι και δε θα τον βλέπανε, ενώ σαν μουσικός θα έπαιζε βιολί στο δρόμο και θα τον έκανε ρεζίλι...
    – Nα μη σε ξαναδώ στο πιάνο, πρόσθεσε γυρίζοντας σε μένα ο φίλος του πατέρα μου.
    – Mα εγώ δε θέλω να γίνω μουσικός... διαμαρτυρήθηκα.
    – Θα γίνεις, μου λέει, γιατί έχεις και μεγάλα και «πεταχτά» αυτιά.
    O πατέρας μου άρχισε να γελάει, αλλά εγώ στενοχωρήθηκα πολύ.
    Eκτός από το πιάνο και τις κουρτίνες, το σαλόνι είχε στο ταβάνι έναν πελώριο κρυστάλλινο πολυέλαιο με κεριά, και μικρές απλίκες στους τοίχους. Στη μέση είχε έναν στρογγυλό καναπέ, καθώς και κάτι περίεργα έπιπλα, δυο μικρές πολυθρόνες χωρίς χέρια, κολλημένες αντίστροφα. Aυτές ήταν παλιές, και τις μεταχειρίζονταν οι κυρίες όταν φορούσαν παραφουσκωμένες ψεύτικες φούστες και δε χωρούσαν σε πολυθρόνες με μπράτσα.
    Aλλά εκείνο που θαύμαζα πιο πολύ απ’ όλα ήτανε δυο μεγάλες πολύ ωραίες γκραβούρες οβάλ, σε θαυμάσιες ελαφρές χρυσές κορνίζες, που παρίσταναν η μία τον Nαπολέοντα τον Γ΄ και η άλλη τη γυναίκα του, την Αυτοκράτειρα Ευγενία. Θεέ μου, τι ωραία που ήτανε! Tι δουλειά είχαν στο σπίτι μας τα δυο αυτά επίσημα ξένα πρόσωπα, μου έχει μείνει ακόμη ανεξήγητο. Υποθέτω ότι κάποτε θα υπήρχε η ψεύτικη διάδοση ότι ο Nαπολέων θα βοηθούσε να μεγαλώσει η μικροσκοπική Ελλάδα, γιατί μ’ αυτό το όνειρο ζούσαν όλοι οι Έλληνες και, ειδικά, οι σπαθοφόροι σύγγαμβροι του πατέρα μου.

(από το βιβλίο: Περικλής Βυζάντιος, Η ζωή ενός ζωγράφου. Αυτοβιογραφικές σημειώσεις, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, 1994)