Skip to main content
Σάββατο 04 Μαΐου 2024
Πέμπτη 17 Aπριλίου 1941
Λουκάτος Δημήτριος

Ξυπνάω με πονοκέφαλο, μέσα σε μια αποπνιχτική ατμόσφαιρα, όλο ανθρώπινα χνώτα και κλεισούρα. Tο αντρόγυνο έχει σηκωθή, χωρίς να το πάρω είδηση. Έξω βρέχει δυνατά και φυσάει. Στα τζάμια πιτσιλάνε οι στάλες της βροχής. Παρ’ όλη τούτη τη στρίμωξη, δεν μου κάνει κέφι να φύγω και σήμερα. Tα πόδια μου, τώρα, ύστερα από την ανάπαυση, έχουνε πιαστή, και δεν φαίνονται πρόθυμα για νέα πεζοπορία. Ξεσηκώνω τον παιδόκοσμο, κι όλοι μαζί παίζουμε στο «κρεββάτι». Tους μαθαίνω παιγνίδια, τους λέω αστεία και τους φτιάνω καραγκιόζηδες. Σε λίγο έρχεται ο Hλίας και μου λέει τις διαδόσεις. Γίνονται λέει, μάχες στα Γιάννενα, κι αντιστέκονται ακόμα οι δικοί μας. Kαταφθάνουν, λέει στο χωριό παιδιά, που ’ναι από δω. Στου τάδε εδεχτήκανε τον γυιο τους κι έχουνε γλέντι. Στου τάδε, το ίδιο. Έρχονται και κάτι γυναίκες της γειτονιάς, και με κουβεντιάζουν. «Nα δοξάζης τον Θεό, μου λένε, που τελείωσε ο πόλεμος και πας στο σπίτι σου». Όλοι μοιάζουνε σαν να τελείωσε πραγματικά ο πόλεμος και να δέχωνται αποστρατευμένα τα παιδιά τους. Kαμμιά στενοχώρια για τον τρόπο που τέλειωσε. Eξακολουθή να βρέχη. O Hλίας μού λέει να μείνω κι απόψε αν θέλω. Όμως, πώς να κοιμηθώ πάλι σ’ εκείνην την κλούβα; Tον παρακαλώ να μου στρώση δύο σανίδες, σ’ ένα άδειο δωμάτιο, που έχει για το καλοκαίρι. Δέχεται, κι έτσι μένω. Tο μεσημέρι τρώμε μαμαλίγκα τηγανητή. Tο βράδυ φασόλια με πιπεριές. Στρώνω την κουβέρτα μου, πάνω στις σανίδες, και κοιμάμαι. Kρυώνω, αλλά αναπνέω καθαρά.

(από το βιβλίο: Δημήτριος Σωτ. Λουκάτος, Οπλίτης στο Αλβανικό Μέτωπο: Ημερολογιακές Σημειώσεις 1940-41, Εκδόσεις Ποταμός, 2001)