Skip to main content
Δευτέρα 07 Οκτωβρίου 2024
Στον Ευαγγελισμό (Χατζόμπαση)
Σιναπλίδου-Αποστολοπούλου Αγαθή

Έτσι, αποφάσισαν να πάνε στο επόμενο χωριό, τον Ευαγγελισμό. Εκεί έμειναν στο σπίτι του Γιάννη Λούπα που ήταν όλοι άνθρωποι ευγενικοί, καλοί και φιλόξενοι. Η χήρα μητέρα του Γιάννη είπε στη μητέρα μου: Ελάτε, καθήστε στο σπίτι μας και να χρησιμοποιείς σα δικά σου όλα τα αντικείμενα της κουζίνας. Η Λούπαινα έλεγε αργότερα ότι της είχε κάνει εντύπωση η μητέρα μου, από την πρώτη επίσκεψη στο σπίτι τους μαζί με τον αδελφό μου. Η οικοδέσποινα, εκτός από γλυκό, τους είχε σερβίρει και αφράτα αμύγδαλα. Ο Γιάννης, καθώς τα έσπαζε για να τα φάει, γέμιζε το πάτωμα με τις φλούδες, ενώ η μητέρα μου έσκυβε και τις μάζευε.
    – Φαίνεται ότι είναι νοικοκυρά, σκέφθηκε η γυναίκα.
    Γενικά, όλοι οι κάτοικοι του χωριού τούς φέρθηκαν με αγάπη και κατανόηση. Μόνον κάτι νεαροί κρυμμένοι στις λυγαριές, όταν περνούσε μόνη της από τον δρόμο η μητέρα μου, τις πρώτες ημέρες της παραμονής τους εκεί, φώναζαν από πίσω της. Μαρία, Μαρία! Η μητέρα μου πολύ θυμωμένη αποφάσισε να τους αντιμετωπίσει, δίνοντας τέρμα στις ενοχλήσεις τους.
    Όταν, λοιπόν, κάποια ημέρα άκουσε πάλι το όνομά της, γυρίζει πίσω και με ύφος επιθετικό τους είπε: Με φωνάξατε; Ορίστε, ήλθα. Τι με θέλετε; Δεν ντρέπεστε λιγάκι; Έχω άνδρα και παιδί και θέλω όλοι να μας σέβονται. Γλυτώσαμε από τους Τούρκους κι από του χάρου τα δόντια. Είμαστε άνθρωποι βασανισμένοι, κατατρεγμένοι, που γυρεύουμε ανθρωπιά και καλωσύνη.
    Όλοι την κοιτούσαν αμίλητοι, ντροπιασμένοι και από τότε κανείς πια δεν ξαναμίλησε στο πέρασμά της.
    Ήταν μια όμορφη, τίμια γυναίκα, πολύ νέα ακόμη, μόλις είκοσι επτά ετών, που ο πατέρας μου τη λάτρευε, όπως κι αυτή εκείνον.
    Εδώ στον Ευαγγελισμό πήραν μισιακά τα καπνά του Λούπα, στο σπίτι του οποίου έμεναν, και του παπά του χωριού, που είχε αρρωστήσει η παπαδιά, αλλά όταν έβρισκαν χρόνο, μάζευαν και στάχυα.
    Μια ημέρα η μητέρα μου, αφού σηκώθηκε πρωί, ζύμωσε ψωμί, το έβαλε στην πινακωτή, το σκέπασε και έως ότου φουσκώσει το ζυμάρι, πήρε το Γιάννη και πήγαν εκεί κοντά στο χωριό για στάχυα. Ύστερα από αρκετή ώρα, λέει του αδελφού μου: Γιάννη, εγώ θα πάω στο σπίτι να ανάψω το φούρνο για να ψήσω το ψωμί. Εσύ περίμενέ με εδώ. Θα έλθω γρήγορα.
    – Εντάξει, είπε ο Γιάννης και συνέχισε το μάζεμα. Η μητέρα μου έφυγε, αλλά δεν είχε προλάβει να ρίξει το ψωμί στο φούρνο, όταν βλέπει το παιδί να γυρίζει τρέχοντας.
    – Τι συμβαίνει, αγόρι μου; Τον ρώτησε.
    – Θα σου πω, της λέει, λαχανιασμένος εκείνος. Όταν πέρασε λίγη ώρα αφότου έφυγες, ξαφνικά άκουσα κάποιον να μου φωνάζει, τουρ, τουρ, τουρ, γι’ αυτό φοβήθηκα και έφυγα. Η μητέρα μου απόρησε, επειδή κανείς δεν τους είχε πει ότι απαγορεύεται τα μάζεμα σταχυών, γιατί τουρ είναι λέξις τουρκική που σημαίνει στα Ελληνικά σταμάτα.
    Ύστερα από λίγες ημέρες ξαναπήγαν για τον ίδιο σκοπό στο διπλανό θερισμένο σιταροχώραφο και, ενώ μαζεύαν τα πεσμένα στάχυα, άκουσαν πάλι τουρ τουρ.
    – Άκου μαμάκα! Είπε ο Γιάννης. Αυτή η φωνή μού φώναζε κι εκείνη την ημέρα να σταματήσω.
    – Αμ’ έτσι πες μου, παιδάκι μου! Είπα κι εγώ. Τώρα εξηγούνται όλα! Δεν ήταν παρά ένα τρυγόνι που κελαηδούσε κρυμμένο στις φυλλωσιές μιας συστάδος δένδρων εκεί κοντά· έτσι λύθηκε το μυστήριο.
    Ύστερα από πολλά χρόνια πειράζαμε τον αδελφό μου.
    – Καλά, στα σοβαρά πίστεψες ότι το πουλί ήταν άνθρωπος ή ήταν ένα κόλπο για να μη μαζέψεις στάχυα; Κι εκείνος γελούσε πονηρά κάτω από τα μουστάκια του.

(από το βιβλίο: Αγαθή Σιναπλίδου-Αποστολοπούλου, Από τη Μαύρη Θάλασσα στη Χώρα του Ιάσονα. Γεγονότα και αληθινές ιστορίες, Θεσσαλονίκη, Ερωδιός, 2013)