Skip to main content
Παρασκευή 26 Απριλίου 2024
Do not «Go Gentle»

Η ικανότητα του συγγραφέα να επινοεί δεν συνιστά απόλυτο μέγεθος που κρίνεται σε κάποιο κενό. Η επινόηση δηλαδή είναι μια δυναμική δεξιότητα που έχουμε χρέος να την αξιολογούμε συγκριτικά με την εκάστοτε εποχή μέσα στην οποία ευδοκιμεί. 

Αν η τριαντάχρονη Βίβιαν Στεργίου είναι μια πολλά υποσχόμενη φωνή των millennials, η τριανταπεντάχρονη Ούρσουλα Φωσκόλου εμφανίζεται λίαν συντηρητική. Παρά τη μικρή ηλικιακή διαφορά η απόσταση ανάμεσα στις δύο συγγραφείς είναι αληθινά πολύ μεγάλη. Γιατί όμως μου ήρθε να τις συγκρίνω; Γιατί η θεματολογία τους, σε κάποια σημεία τουλάχιστον, συμπίπτει, άσχετα αν ο τρόπος που την πραγματεύονται, τόσο από πλευράς ύφους όσο και γλώσσας, τις κάνει να απέχουν τόσο πολύ. Η Φωσκόλου, και εδώ μιλάω για το Ήσυχα να πας, απευθύνεται σε ένα εντελώς διαφορετικό κοινό από αυτό της Στεργίου. Η Φωσκόλου κατ’ αρχάς μιλάει μια παλιά γλώσσα και η επιστημονική φαντασία της είναι οπισθοδρομική – είναι άλλο θέμα γιατί δεν το βλέπουν αυτό οι σαραντάρηδες και πενηντάρηδες που τη διαβάζουν, αλλά ίσως και να μην πρέπει να το βλέπουν, γιατί σε αυτούς απευθύνεται η συγκεκριμένη νουβέλα και έτσι κάποια πράγματα πρέπει να μην τα διακρίνουν με σκοπό να βρεθούν στη θέση να μπορούν να διακρίνουν κάποια άλλα. Η επιστημονική φαντασία τής Φωσκόλου δεν έχει ούτε τη χάρη και το συναίσθημα του Λεμ, ούτε την αναλυτικότητα και τον ψυχολογισμό του Ταρκόφσκι (και των αδελφών Στρουγκάτσκι), ούτε βέβαια την εννοιολογική αιχμή του Ντικ. Δεν τολμώ καν να αναφερθώ στο πού φτάνει το είδος σήμερα αν αναλογιστεί κάποιος το έργο του Τεντ Τσιάνγκ. Αλλά βέβαια δεν τίθεται θέμα σύγκρισης. Αλίμονο! Δεν κρίνω τη Φωσκόλου με τέτοια μέτρα και σταθμά. Αναφέρω τους συγκεκριμένους δημιουργούς γιατί θα ήθελα να αναλογιστείτε πώς ήταν ο κόσμος το 1960 και το 1970 –όταν εκείνοι επινόησαν ό,τι επινόησαν– και πώς είναι ο κόσμος τώρα. Ίσως έτσι να προσεγγίσετε πιο εύκολα αυτό που ανέφερα στην αρχή για τη σχετικότητα της δεξιότητας της επινόησης. Η Φωσκόλου επιδίδεται σε περιγραφές γκάτζετ, ρομπότ, φυτών, ζώων, αλλά και φαγητών· και δεν λέω ότι αυτό το κάνει ανεπιτυχώς αλλά η επιστημονική φαντασία που στηρίζεται σε τέτοιου είδους ποσοτικές επεξηγήσεις και περιγραφές, παραμένει καθηλωμένη σε έναν ορίζοντα γεγονότων που δεν της επιτρέπει να αναπτυχθεί ποιοτικά. Δείτε όμως γιατί αυτό ενδέχεται να λειτουργεί υπέρ του έργου και της συγγραφέως. 

Η Φωσκόλου εργαλειοποιεί ακριβώς αυτή την οπισθοδρομικότητα έτσι ώστε να καταστήσει τον μεσήλικα, που εμφορείται από ανησυχίες, κοινωνό θεμάτων έμφυλης ταυτότητας· θεμάτων που όμως η συγγραφέας πραγματεύεται επίσης ιδιαιτέρως συντηρητικά. Έτσι, σε αντίθεση με τη Βίβιαν Στεργίου που επιτίθεται κατά μέτωπο, εκ των έσω, με την ορμή της νιότης, η Ούρσουλα Φωσκόλου υπνωτίζει το αναγνωστικό κοινό της με μια μειλίχια περιήγηση σε έναν πρωτόγνωρο μεν, λίαν συντηρητικό δε, τόπο επιλέγοντας να αποκαλύψει την πλήρη εικόνα της κατασκευής της προς το τέλος του έργου. Το κείμενο χαίρει κάποιων μυθοπλαστικών ικανοτήτων της συγγραφέως, και συνιστά εύρημα και μεγάλη αρετή του η συγκεκριμένη φορά της αφήγησης: το ότι πρώτα ερχόμαστε σε επαφή με την ιστορία έτσι, και μετά αλλιώς (ζητώ συγγνώμη σε κάποιες εκφράσεις καθότι καταβάλλω και προσπάθεια να μην κάνω σπόιλερ). Δεν είμαι τόσο σίγουρος όμως ότι οι αφηγηματικές ψηφίδες του βρίσκουν ακριβώς τη θέση τους στο γενικότερο πλάνο, αν και αυτό δεν είναι φυσικά κάποιο προαπαιτούμενο. Προτιμώ απλώς μια νέα συγγραφέας να με πείσει πρώτα ότι μπορεί να κατασκευάσει ένα μωσαϊκό που ολοκληρώνεται· να με πείσει δηλαδή ότι επιδεικνύει συνθετικές ικανότητες που ξεφεύγουν από την καλαίσθητη και καλλιτεχνίζουσα εναπόθεση ετερόκλητων στοιχείων στο χαρτί –όπου καλείται ο αναγνώστης να αναπλάσει την ιστορία– και εισέρχονται στο στάδιο κατασκευής μηχανισμών παραγωγής πολυσημίας. Η Φωσκόλου δεν με έπεισε ότι ο βασικός αφηγηματικός ειρμός καταφέρνει να ενσωματώσει δόκιμα ψηφίδες, πέρα από αυτή τη βασική προκείμενη της υπόγειας πισίνας που σαγηνεύει την πρωταγωνίστριά της. Θα ήθελα, για παράδειγμα, να μπορώ να διακρίνω καλύτερα πώς συνδέεται το κεφάλαιο «Πείνα» (σελ. 88-95) με το όλο εγχείρημα και γιατί το συγκεκριμένο δεν αποτελεί ένα δημιουργικό διάλειμμα γαστριμαργικής ευρηματικότητας ανάμεσα στις καταδύσεις της ηρωίδας στην πισίνα, ή θα ήθελα να μπορούσα να διακρίνω τη σημασία της ιστορίας για τις μεταμορφώσεις που αφηγείται η Άνα στην Ολίβια (σελ. 62-65). 

Και για να γίνω πιο συγκεκριμένος θα ήθελα να συνδεθούν πιο ευκρινώς αυτά τα δύο σημεία με την πρωτοκαθεδρία του σώματος που τείνει να θυμάται και να καταλαβαίνει περισσότερα από το μυαλό. Και ίσως η Φωσκόλου να το υπονοεί αυτό κάπως όταν η ηδονή του σώματος έρχεται από τη σκοτεινή πλευρά του πλανήτη στην οποία καταβυθίζεται η ηρωίδα. Η Ολίβια δηλαδή ενώ βρίσκεται σε μια επί της αρχής ουτοπία αποζητά ολοκλήρωση στο υγρό υπόγειο που συνορεύει με το απαγορευμένο. Ένας Μπατάιγ θα μπορούσε, για παράδειγμα, να μας πει πώς η ελευθεριότητα του πλανήτη Γκλίζε τον αποστραγγίζει από την όποια λιβιδινική του υπόσταση. Και αυτό θα μπορούσε να αποτελέσει γέφυρα, με πιο ουσιαστικό τρόπο, προς τη σκοτεινή, νεφελώδη πλευρά του πλανήτη. Θα ήθελα η συγγραφέας να πραγματευτεί όλο αυτό το άχθος της μεταμόρφωσης πιο γενναία και δημιουργικά, γιατί ενώ καταφέρνει να στήσει ένα σκηνικό που σκιαγραφεί το μεταιχμιακό· ένα σκηνικό που φέρνει την ηρωίδα σε ενσώματη, και εν είδει αμνιακού υγρού, επαφή με το παρελθόν της, τελικά εγκαταλείπεται και αναλώνεται σε μνήμες και περιστατικά που ακροβατούν στο όριο της κοινοτοπίας. Θα ήθελα –και αυτό το λέω γιατί νιώθω κάπως ότι η Φωσκόλου πήγε στην πηγή και δεν ήπιε νερό– γιατί ίσως αυτό θα μπορούσε να είναι το πιο δυνατό σημείο του βιβλίου, μια απόπειρα διερεύνησης της σωματικής μνήμης που να ξεφεύγει από τη στερεοτυπική παράθεση της γυναικείας σεξουαλικής διέγερσης μέσα στην πισίνα. Ένιωσα δηλαδή στο σημείο αυτό (σελ. 80) ότι το κείμενο γεννάει ευκαιρίες τις οποίες οι Φωσκόλου αφήνει να πάνε χαμένες γιατί κάτι την κρατάει σε αυτόν τον οπισθοδρομικό συντηρητισμό. Η κατάδυση στην υπόγεια πισίνα που προκαλεί με την υφή του νερού σεξουαλική διέγερση στην Ολίβια, συνιστά όχι μόνο μια ευκαιρία να συνδεθεί η σωματική μνήμη με τις μνήμες του παρελθόντος –πράγμα που πράττει η συγγραφέας– αλλά παράλληλα και να διερευνηθεί μυθοπλαστικά ένα εναλλακτικό είδος σεξουαλικής διέγερσης που θα μπορούσε να συνάδει περισσότερο με τα πιο πλαστικά έμφυλα ταυτοτικά όρια. Το έμφυλο ταυτοτικό, δυστυχώς, αντιμετωπίζεται στερεοτυπικά και δυαδικά χωρίς η συγγραφέας να εκμεταλλεύεται το δικό της εύρημα της μεταιχμιακής ρευστότητας μέσα στην οποία εμβαπτίζει την ηρωίδα της. Η ρευστότητα, με απλά λόγια, παραμένει ρευστότητα φόρμας και όχι ουσίας. Γι’ αυτό εξάλλου και το παρελθόν των ηρώων παραμένει προσχηματικό και τα γενεσιουργά αίτια που υποτίθεται ότι εξηγούν την έμφυλη ταυτότητα τους απλοϊκά (βλ. κεφ. «Τις ει;»).  
   
Θα κλείσω με μια βαθύτερη αντίρρηση που φέρνει πολύ παραστατικά στην επιφάνεια τους κινδύνους που ελλοχεύουν στη λογοτεχνία, καθότι ουδέν κρυπτόν υπό τη μυθοπλασία. Τι έχει κάνει λοιπόν εδώ η Φωσκόλου; Έχει κατασκευάσει μια ουτοπική διάσταση του επέκεινα; Μια ιδανική συνθήκη μεταθανάτιας ζωής; Δεν είμαι τόσο σίγουρος όμως ότι είναι έτσι τα πράγματα. Και δεν είμαι τόσο σίγουρος ότι ο τίτλος θα έπρεπε να είναι αυτός που είναι και όχι το «Μη στέργεις ήσυχα να πας [...]» που συνιστά εξάλλου τη μετάφραση του Δ. Καψάλη στον γνωστό στίχο του Ντίλαν Τόμας «Do not go gentle into that good night», κάτι που αντιστρέφει εντελώς το νόημα. Και αυτό δεν το λέω γιατί υπάρχουν απλώς κάποια σύννεφα που επισκιάζουν αυτή την ιδανική συνθήκη. Το λέω γιατί η συγγραφέας έχει φέρει τον εαυτό της, πιθανώς άθελά της, σε μια ιδιαιτέρως συντηρητική και επικίνδυνη θέση. Ο πλανήτης Γκλίζε φαντάζει, εκτός από μια ουτοπική συνθήκη, και μια σωφρονιστική αποικία για μέλη της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας – όλοι οι χαρακτήρες του έργου (Ολίβια, Θάνος, Δημήτρης, Όλεγκ, Ντάι, Ρίβερ) φαίνεται ότι ανήκουν στη συγκεκριμένη κοινότητα. Συνειδητοποιεί άραγε η Φωσκόλου ότι έχει τοποθετήσει τα μέλη της συγκεκριμένης κοινότητας σε έναν κόσμο που υπάρχουν μόνο όμοιοί τους; Ο πλανήτης Γκλίζε δηλαδή στερείται ποικιλομορφίας παρά την οργιαστική χλωρίδα και πανίδα που τον χαρακτηρίζει. Συνειδητοποιεί άραγε η Φωσκόλου τον εφιάλτη που συνιστά ένας κόσμος κατόπτρων; Αν υπάρχει κάποια πιθανότητα ευτυχίας αυτή εντοπίζεται πάντα στην αρμονική συνύπαρξη πολλών ετερόκλητων ειδών και ταυτοτήτων – έστω και αν αυτό το «αρμονική» αποκτά εντός του ζωικού βασιλείου άγριες εκφάνσεις, πέραν της δικής μας ηθικής σκοπιάς. Είναι συνειδητή λοιπόν αυτή η επιλογή; Υπερθεματίζει η συγγραφέας για κάποιο λόγο; Σχετίζεται άραγε ο συντηρητισμός τής θέασής της όσον αφορά την επιστημονική φαντασία με αυτό τον συντηρητισμό στο έμφυλο ταυτοτικό, έτσι όπως το πραγματεύεται; Μου κάνει εντύπωση που κανένας από τους κριτικούς που διάβασαν το βιβλίο δεν πρόσεξε αυτή την αν μη τι άλλο ακανθώδη προέκταση του μύθου του. Είναι πιθανώς οι αστοχίες αυτές αποτέλεσμα της προσπάθειας της συγγραφέως να γράψει μια νουβέλα κατά παραγγελία; Κάτι που θίγει δηλαδή τη συγκεκριμένη θεματολογία, όχι όμως επειδή η ίδια εμφορείται γνήσια από κάποιο πάθος γι’ αυτή αλλά γιατί πείθεται ότι μπορεί να το κάνει; Δεν μπορώ φυσικά να γνωρίζω τις απαντήσεις στα ερωτήματα αυτά. Η διαχείριση του υλικού όμως αφήνει ανοιχτό το έργο στη συγκεκριμένη μομφή: στην υπόρρητη δημιουργία μιας συνθήκης –σωφρονιστική αποικία/εξορία– που καθόλου δεν συνάδει με τις επιφανειακές αναγνώσεις στις οποίες όπως φαίνεται έχει μέχρι στιγμής τύχει το βιβλίο. 

— Ούρσουλα Φωσκόλου, Ήσυχα να πας, Κίχλη : 2022, 176 σελίδες, ISBN : 9786185461362, τιμή : €13.00.