Skip to main content
Σάββατο 27 Ιουλίου 2024
Εκμαυλιστική αχρονία

If we take eternity to mean not infinite temporal duration but timelessness, then eternal life belongs to those who live in the present. Our life has no end in just the way in which our visual field has no limits.

— Ludwig Wittgenstein, T L-Ph, 1922, 6.4311.

 

Μόνον ένα μυθιστόρημα δύναται να αποτυπώσει δόκιμα και με ασφάλεια μια αναστολή της λογικής, μια επίφαση του εφικτού, που προσλαμβάνεται από τον αναγνώστη απλώς σαν εκδρομή στην επικράτεια του αδύνατου. Ή μήπως δεν είναι ακριβώς έτσι; Μήπως, τελικά, τίποτα δεν αποδεικνύεται πιο επικίνδυνο από τη δύναμη μιας ιστορίας ή μιας ιδέας; 

Περίμενα το συγκεκριμένο μυθιστόρημα, γιατί ήθελα να δω πώς θα διαχειριζόταν δημιουργικά ο Μιχάλης Αλμπάτης (Ζαρός, 1973) τη βραδυφλεγή επιτυχία του προηγούμενου βιβλίου του. Ήμουν περίεργος για το αν και πώς θα μπορούσε να πάρει αποστάσεις από ένα μυθιστόρημα που τον είχε απασχολήσει τόσο πολύ. 

Ο Αλμπάτης τοποθετεί τον ήρωά του, ένα εβραιόπουλο, τον Γιόσουα, σε μια μικρή πόλη της Τσεχοσλοβακίας «[...] ξακουστή για τα εργαστήρια ωρολογοποιίας της [...]» (σ. 7), λίγο πριν το ξέσπασμα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.

«[Τ]ο πρωινό μιας Κυριακής, τρία ολόκληρα χρόνια μετά την άφιξη των Γερμανών στο Νεμπόβιτσε, εμφανίστηκε μια μεγάλη πομπή από στρατιωτικά καμιόνια και όλοι οι Εβραίοι της πόλης [...] στοιβάχτηκαν σαν σφαχτάρια στις καρότσες τους και έφυγαν μακριά, για κάποιον άγνωστο, μυστικό προορισμό» (σ. 11). 

Εντελώς τυχαία, ο Γιόσουα θα τη γλιτώσει. Η κύρια Γκρόσοβα, μια γριά ράφτρα, θα τον κρύψει στη σοφίτα της καθόλη τη διάρκεια του πολέμου. 

«Η κάμαρη του φάνηκε αποπνικτικά μικρή, με τα επικλινή δοκάρια της οροφής να συμπιέζουν τις διαστάσεις της, με ένα μόνο παραθύρι –που άνοιγε στην κεραμιδοσκεπή– να επιτρέπει στο φως της μέρας να περάσει. [...] Όμως, ολόγυρα στους τοίχους, από τη μια άκρη της σοφίτας ως την άλλη, από το σανιδένιο πάτωμα ως απάνω, στο χαμηλό ταβάνι, απλώνονταν σειρές σειρές ράφια κατάμεστα από βιβλία, τόμοι στριμωγμένοι ο ένας δίπλα στον άλλο, σε μια μάζα συμπαγή, δίχως ούτε ένα τοσοδά κενό αναμεσίς τους, σαν ένας τοίχος χτισμένος με τους χάρτινους αυτούς πλίνθους που του έδειχναν τις δερματόδετες ράχες τους, σημαδεμένες όλες με γεωμετρικά κι ανθόμορφα ποικίλματα και με αχνά, ξεθωριασμένα ψηφία που θα ‘πρεπε να μαρτυρούν κάτι για το εσώτερο, κρυμμένο μες στις σελίδες νόημά τους» (σ. 16).

Τίποτα δεν εξάπτει περισσότερο τη φαντασία του αναγνώστη από τη δημιουργία μιας απόκρυφης νησίδας ασφάλειας εν μέσω της παραδεδεγμένης καταστροφής – πόσο μάλλον αν η νησίδα τυγχάνει να διαθέτει και μια τεράστια βιβλιοθήκη. Ο Αλμπάτης στήνει ένα ιδανικό μυθιστορηματικό σκηνικό. Ο Γιόσουα, όπως ίσως φαντάζεστε, θα πράξει το εύλογο: θα αφοσιωθεί εμμονικά στην ανάγνωση. 

Ο συγγραφέας, και σε αυτό το μυθιστόρημα, βάζει έναν έφηβο να συνομιλεί με νεκρούς. Όχι με τη μεταφυσική αμεσότητα του Φανούρη Νιδεράκη, του ήρωα στο Και οι νεκροί ας θάψουν τους νεκρούς τους (Νήσος: 2022), αλλά έμμεσα, μέσω των βιβλίων. Εξάλλου, είτε το συνειδητοποιούμε είτε όχι, με νεκρούς συνομιλούμε μέσω της ανάγνωσης – ναι, ακόμα κι όταν ο συγγραφέας είναι ζωντανός. Και όταν συνδιαλέγεται κανείς με νεκρούς έχει όλα τα δίκια με το μέρος του, καθώς ο αντίλογος δεν είθισται να χαρακτηρίζεται και από ιδιαίτερη ενάργεια. 

Ο Γιόσουα θα βυθιστεί στη λογοτεχνία. Θα διαβάσει Απουλήιο, Βερν, Θερβάντες, Οβίδιο και πολλούς άλλους. Θα περάσει στην Ιστορία, θα δοθεί ψυχή τε και σώματι στην ερωτική λογοτεχνία, θα σαγηνευτεί από τις βιογραφίες και μοιραία θα καταλήξει στη φιλοσοφία και την ποίηση. Σταδιακά, δύο φίλοι του, τακτικοί επισκέπτες στη σοφίτα, που έχουν δώσει όρκο σιωπής για την κρυψώνα και την ύπαρξή του, θα μαγευτούν από τα λόγια του, θα καταστούν, τρόπον τινά, μαθητές του και θα αρχίσουν να μεταφέρουν τις “ρηξικέλευθες” ιδέες που αναπαράγει ο Γιόσουα στους υπόλοιπους συμμαθητές τους στην πόλη. 

«Ο Γιόσουα ενθουσιάστηκε με αυτή την εξέλιξη γιατί [...] ένιωσε την απομόνωσή του να ραγίζει· αισθάνθηκε πως μέσα από εκεί, μέσα από τη μοναξιά και τη σιωπή, είχε άξαφνα την ευκαιρία να απευθυνθεί σ’ αμέτρητα διψασμένα κι ευήκοα ώτα, σκορπώντας γενναιόδωρα, σαν βαρυφορτωμένος ύπερος, τη γύρη των γνώσεων, των οραμάτων και των φαντασιοκοπιών, που σκυμμένος μερόνυχτα πάνω απ’ τ’ ανοιγμένα βιβλία είχε καταφέρει να συλλέξει» (σ. 60). 

Όταν ο πόλεμος φτάσει στο τέλος του και οι Γερμανοί αποχωρήσουν, λίγο πριν την άφιξη του Κόκκινου Στρατού, ο Γιόσουα θα βγει από την κρυψώνα του για να κηρύξει την επανάσταση. Το υπόλοιπο μυθιστόρημα πραγματεύεται το χρονικό της «[...] Κομμούνα[ς] του Νεμπόβιτσε, ίσως το πιο αγνοημένο επαναστατικό εγχείρημα στην Ευρώπη, ίσως το πιο ονειροπαρμένο…» (σ. 79).

Ο Αλμπάτης αποπειράται να μπολιάσει το παραμύθι με “δοκιμιακό” ύφος, και σε μεγάλο βαθμό το επιτυγχάνει. Υπογραμμίζω ότι, εδώ, δεν έχει τόση σημασία ποιες ακριβώς ιδέες πραγματεύεται ο συγγραφέας αλλά πώς τις εντάσσει στον μυθιστορηματικό ιστό. Ο Αλμπάτης παίρνει κομβικές ιδέες της μαρξιστικής θεωρίας και τις εγκιβωτίζει στον μύθο του με μια απλότητα που ενίοτε προσομοιάζει την αφέλεια του ήρωά του. 

«Όλοι όσοι οραματίστηκαν έναν κόσμο όπου η αλληλοσφαγή θα έπαυε, έναν κόσμο ειρήνης και πανανθρώπινης ευημερίας, οραματίστηκαν μια παγκόσμια κυψέλη όπου στον ρόλο της βασίλισσας, στον ρόλο της ενοποιητικής αρχής, τοποθέτησαν είτε έναν θεό είτε μια ιδέα, και οι οπαδοί, τόσο των θρησκειών όσο των ιδεολογιών, ήταν έτοιμοι να σκοτώσουν και να σκοτωθούν για να αναρριχηθεί στον θρόνο η δική τους η βασίλισσα, για να φοράει η πανανθρώπινη ειρήνη το στέμμα της δικής τους δοξασίας. Για να ξεμπερδεύουμε με όλες αυτές τις ατέρμονες διαμάχες, θα έπρεπε στη θέση της ενοποιητικής αρχής να τοποθετήσουμε όχι έναν θεό ή μια ιδεολογία, αλλά τον ίδιο τον άνθρωπο, με όλες τις αντιφάσεις του, και να ονειρευτούμε μια κυψέλη όπου καθένας θα είναι ταυτόχρονα εργάτρια μέλισσα ως προς τις υποχρεώσεις του στην κοινότητα, κηφήνας ως προς την απαίτηση ικανοποίησης των αναγκών και των επιθυμιών του και βασίλισσα ως προς το αυτεξούσιο και την επινόηση του εαυτού του» (σσ. 81-82). 

Επίσης, ο Αλμπάτης δίνει ιδιαίτερη προσοχή σε λεπτομέρειες κομβικής σημασίας για τον χαρακτήρα του ήρωά του, όπως, για παράδειγμα, ότι η ιδεολογία του Γιόσουα οφείλει τον ρομαντισμό και την αθωότητά της στην άγνοια, καθώς αντλείται από μια βιβλιοθήκη που έχει σταματήσει να ενημερώνεται λίγο μετά το 1917. 

«[...] δεν ήξερε τίποτα για την Κροστάνδη, που πάνω απ’ την παγωμένη κρουστά της θάλασσάς της είχε αντηχήσει για τελευταία φορά το σύνθημα “Ολη η εξουσία στα Σοβιέτ”, δεν γνώριζε για πενταετή πλάνα τόσο στενά, ώστε να αφήνουν απ’ έξω μερικά εκατομμύρια Ουκρανούς αγρότες να πεθαίνουν απ’ την πείνα, ούτε για τα είκοσι χιλιάδες πτώματα που λιπαίνανε τα δάση του Κατίν, ούτε και θα μπορούσε ποτέ να πιστέψει πως ήταν δυνατόν να οδηγηθεί κάποιος στην εξορία και στον θάνατο εξαιτίας ενός ποιήματος που τα χοντρούλα δάχτυλά του μεγάλου αρχηγού σαρκάζει» (σ. 144). 

 Ας αναφερθώ όμως στον τίτλο και τη σημασία του. 

Παραθέτω, ενδεικτικά, τρία αποσπάσματα:

«Εκτός από τη μεταμόρφωση του εαυτού, τα βιβλία επέφεραν και μια ιδιαίτερη στρέβλωση στην αίσθηση του χρόνου. Ο χρόνος που μετράνε τα ρολόγια στέκει σταθερός, αναλλοίωτος, αυστηρά κατατετμημένος, όμως ο άλλος, ο εσώτερος, μπορεί να προσλάβει πλείστες μορφές, να εκραγεί σε μυριάδες θραύσματα –χάνοντας τη συνοχή του–, όπως κατά τη διάρκεια του ύπνου, να συρθεί αργά, σαν σαλίγκαρος, κατά τη διάρκεια της αναμονής, της αγωνίας, της οδύνης, ή, όπως στο παιχνίδι των παιδιών στα σχολικά διαλείμματα, σαν γοργόφτερο περιστέρι να πετάξει» (σσ. 49-50).

«Εκείνες τις στιγμές ο Γιόσουα κατάφερνε να ξεχνάει ως και ποιος ήταν· δεν είχε ηλικία, ούτε παρελθόν, δεν είχε οικογένεια που να νοσταλγεί, ούτε και φίλους, δεν υπήρχε σοφίτα, ούτε Νεμπόβιτσε, έστεκε στη ράχη ενός μετεώρου, έξω απ’ την Ιστορία, έξω απ’ τον χρόνο, κι από εκεί ψηλά όλα όσα συντελούνταν γύρω του έμοιαζαν μικροσκοπικά, ανόητα και δίχως σημασία, με το σύνολο της οδύνης της ανθρωπότητας που στη δίνη αυτού του γενικευμένου μακελειού περιστρεφόταν να μη βαραίνει περισσότερο στην πλάστιγγα απ’ την αγωνία ενός ποντικιού, όπως αυτά που βραδιά παρά βραδιά συνήθιζε ο γάτος, μισοπεθαμένα, κρατώντας τα μες στα δόντια του, ως τα πόδια του κρεβατιού του να του φέρνει» (σσ. 74-75).

«… Δεν υπάρχει χρόνος, υπάρχει μόνο το ποτάμι των στιγμών, και τ’ όνομα αυτού του ποταμού είναι αιωνιότητα. Μπορείς μονάχα ν’ αφεθείς στο ατελεύτητο κύλισμά του… Αλλά ο άνθρωπος έχωσε μια δαχτυλήθρα μες στον ποταμό και όρισε με αυτήν πόσο χώρο καταλαμβάνει η στιγμή, κι έφτιαξε έπειτα τον πιο μισητό μηχανισμό, αυτόν που τσεκουρώνει τον ύπνο σας κάθε πρωί, αυτόν που ορίζει πόσο θα διαβάσετε, πότε θα φάτε, πότε θα ξαπλώσετε, πόσο θα παίξετε, δηλαδή πώς θα ζήσετε. Κι όταν πεθάνετε, θα γράψουνε στο μνήμα σας πόσους κουβάδες απ’ αυτό το λασπόνερο προλάβατε να πιείτε! Όμως εμείς δεν θέλουμε να τσαλαβουτάμε στη βρόμικη μπανιέρα της κάθε μέρας! Θέλουμε ολόκληρο τον ποταμό δικό μας!» (σ. 97). 

Η κατάλυση του χρόνου είναι το ισοδύναμο του «εδώ» και «τώρα», χωρίς όμως την επαχθή παρουσία του παντεποπτικού «εγώ» της συνείδησης. Ο «εσώτερος» χρόνος του εαυτού, όπως και αυτός, που «[μ]πορείς μονάχα ν’ αφεθείς στο ατελεύτητο κύλισμά του…» είναι εκφάνσεις της συγκεκριμένης αχρονίας. Αυτό θα μπορούσε να υπαινίσσεται και το απόσπασμα, στην αρχή του κειμένου, από το Τρακτάτους –αν και, σκόπιμα, το έχω βγάλει εκτός συγκείμενου–,  που διατυπώνει μια έννοια της «αιωνιότητας» έξω από το άχθος της χρονικής ακολουθίας. Μια έννοια αιωνιότητας που όμως, για το σκεπτικό που εξυπηρετεί την παρούσα ανάλυση, ανήκει αμιγώς στο ζωικό βασίλειο.

Το μυθιστόρημα εδράζεται ακριβώς πάνω σε αυτή την κατάλυση του χρόνου και τη συνακόλουθη σύληση και καταστολή του «εγώ». Έτσι χτίζει ο Αλμπάτης την Κομμούνα και έτσι δικαιολογούνται και οι «ιδρυτικές θέσεις» της, όπως, για παράδειγμα, η κοινωνικοποίηση του χρήματος, η κατάργηση της οικογένειας, της ατομικής ιδιοκτησίας και  της θρησκείας. Ακόμα και η σεξουαλική ελευθεριότητα, που κορυφώνεται σε ένα εξαίρετο όργιο μέσα στον πρώην χριστιανικό ναό της πόλης, συνιστά ύψιστη αποτύπωση του ζωώδους, που εδράζεται στην ίδια αρχή της αχρονίας. 

Ο Αλμπάτης, στο συγκεκριμένο μυθιστόρημα, σε σύγκριση με τους «Νεκρούς», ελέγχει καλύτερα τη γλώσσα και αποφεύγει την υπερβολική χρήση καλολογικών στοιχείων – αν και πάλι, σε σημεία, διολισθαίνει σε περιττούς ακκισμούς. Υπολείπεται όμως κατά τι σε επίπεδο κατασκευής μύθου αλλά και πρωτοτυπίας. Ο ήρωάς του μοιάζει κάπως βιαστικά δομημένος, χωρίς τη λεπτοδουλειά, που σωρευτικά, μέσα από την πληθώρα των ιστοριών, αναδείκνυε τον χαρακτήρα του Φανούρη στους Νεκρούς. Η μεταμόρφωση του Γιόσουα από δεκατριάχρονο σχολιαρόπαιδο σε δεκαεφτάχρονο διανοητή/επαναστάτη φέρνει, σε σημεία, την όποια αναστολή δυσπιστίας στα όριά της και προβληματίζει τον αναγνώστη. Ο Αλμπάτης δεν αφιερώνει τη μυθιστορηματική έκταση που θα χρειαζόταν, ώστε ο ήρωάς του να διαποτιστεί από τις ιδέες στις οποίες εκτίθεται. Από την άλλη, οφείλω όμως να παραδεχτώ ότι μόνο ένας ήρωας στην ηλικία του Γιόσουα, μόνο ένας ήρωας που θα είχε δηλαδή εκτεθεί τόσο λίγο στον χώρο των ιδεών θα μπορούσε να παραμυθιαστεί για την ορθότητα του εγχειρήματός του. Ο Αλμπάτης χρειαζόταν έναν νέο και αφελή ήρωα που εύκολα θα υπέκυπτε στη σαγήνη των ιδεών, και αυτό κατασκεύασε. 

Το μυθιστόρημα αφήνει έτσι να εννοηθεί και μια βαθύτερη, λεπτή ειρωνεία, που επικεντρώνεται στην ίδια τη δεξιότητα της ανάγνωσης: ο Γιόσουα πέφτει, κυριολεκτικά, θύμα των βιβλίων που διαβάζει. «Τα βιβλία τον καταστρέψανε, έτσι έλεγε η μακαρίτισσα η μάνα μου» (σ. 19), θα πει στις πρώτες σελίδες η γριά-Γκρόσοβα για τον άθεο και αναρχικό αδερφό της και ιδιοκτήτη της βιβλιοθήκης. Επίσης, ο μύθος του Αλμπάτη στέκεται στοχαστικά απέναντι στα περίφημα «δύο άκρα»: το εβραιόπουλο γλιτώνει από τους Ναζί αλλά θυματοποιείται από τις ιδέες των βιβλίων που διαβάζει. Γλιτώνει από το μένος του αντισημιτισμού, της ανθρωπολογικής απέχθειας του ναζισμού, για να υποστεί τις συνέπειες της απόπειρας εφαρμογής του ταξικού/κοινωνικού φθόνου που ελλοχεύει στην καρδιά της μαρξιστικής ιδεολογίας, που, τελικά, τον υποκινεί να ηγηθεί της Κομμούνας. 

Οι «νεκροί» λοιπόν αυτού του μύθου, για να σκιαγραφήσω και τη σύνδεση με το προηγούμενο μυθιστόρημα του συγγραφέα, είναι το σύνολο των ενηλίκων, που, υπό την κυριαρχία των νέων της πόλης, καλούνται να «θάψουν» τους «νεκρούς [εαυτούς] τους» και να ασπαστούν την αναζωογονητική κατάλυση του χρόνου που πρεσβεύουν οι ιδρυτικές θέσεις της Κομμούνας. Το τέλος του βιβλίου είναι απόλυτα συνεπές και ικανοποιεί τον αναγνώστη: η τάξη του χρόνου αποκαθίσταται και η εκμαυλιστική αχρονία παραπέμπεται στις καλένδες. 

«Το ρολόι του Δημαρχείου, που την προηγούμενη μέρα είχε επιδιορθωθεί από τα έμπειρα χέρια ενός στρατιώτη απ’ το Σμολένσκ, έδειχνε έξι και δέκα, ακριβώς» (σ. 172). 

— Μιχάλης Αλμπάτης, Η κατάλυση του χρόνου, Νήσος: 2024, 176 σελίδες, ISBN: 9789605892197, τιμή: €14.00.