Skip to main content
Πέμπτη 25 Απριλίου 2024
Ένα επιτυχημένο σχέδιο

Ο Νεοκλής Γαλανόπουλος (Αθήνα, 1972) ποτέ στο μέχρι στιγμής έργο του (τέσσερα μυθιστορήματα, τρεις νουβέλες και αρκετά διηγήματα) δεν έχει κρύψει την αγάπη του για το παραδοσιακό whodunit. Το έχει μελετήσει, το γνωρίζει καλά και το διακονεί με επάρκεια. Ωστόσο, το πιο πρόσφατο μυθιστόρημά του, το Βάσει σχεδίου, δεν εντάσσεται αμιγώς σε αυτό το (μάλλον ξεπερασμένο) είδος, καθώς φαίνεται να πηγαίνει ένα βήμα παραπέρα – προς τη σωστή κατεύθυνση.

Αν δεχτούμε ότι «λογοτεχνία είναι ο ανθρώπινος νους στην κορύφωση της ικανότητάς του να εκφράζει και να ερμηνεύει τον κόσμο γύρω μας» (John Sutherland, Μικρή ιστορία της λογοτεχνίας, Πατάκη: 2014, μετάφραση: Γιώργος Λαμπράκος, σ. 18), τότε ακόμα και το ταπεινό whodunit, μολονότι συνήθως εκλαμβάνεται απλώς σαν ένα διασκεδαστικό πνευματικό παιχνίδι (της μορφής «βρες τον ένοχο πριν σ’ τον αποκαλύψει ο συγγραφέας»), κάτι έχει να προσφέρει στην κατανόηση της ανθρώπινης φύσης. Εντούτοις, έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί η εποχή που ο δαιμόνιος ντετέκτιβ ανέλυε τα δεδομένα μιας υπόθεσης, βασιζόμενος στη λογική και μόνο, και καταδείκνυε στις τελευταίες σελίδες τον ένοχο, συνήθως χωρίς αναφορά στις εκάστοτε κοινωνικές συνθήκες.

Κάπως έτσι εικάζω ότι σκέφτηκε ο Γαλανόπουλος για να αποφασίσει να αφήσει πίσω του τα μυστήρια με φόνους σε κλειδωμένα δωμάτια και να κάνει τη μετάβαση στο σαφώς πιο περίπλοκο σήμερα. Έτσι, στο Βάσει σχεδίου, το οποίο διαδραματίζεται στο κοντινό μας 2009, επιχείρησε να γράψει ένα σύγχρονο (αν και όχι συνηθισμένο) αστυνομικό procedural, αναδεικνύοντας και τις ιδιαιτερότητες της εποχής μας, γεγονός που αναμφίβολα προσφέρει περισσότερα στην κατανόηση «του κόσμου γύρω μας» από την ευφάνταστη αναβίωση της αφηγηματικής γραμμής του Arthur Conan Doyle, που είχε καταθέσει στο προηγούμενο μυθιστόρημά του Ο ιδανικός ντετέκτιβ (Καστανιώτης: 2018). Αυτή είναι, καταρχήν, μία θετική εξέλιξη για τον συγγραφέα – ανεξαρτήτως αποτελέσματος.

Το θέμα στο Βάσει σχεδίου είναι η απληστία (βλ. σ. 206): αρχαίο, πανανθρώπινο και πάντα επίκαιρο. Άλλωστε, τα βασικά θέματα είναι μετρημένα: για τον ήρωα του μυθιστορήματος, «τα πλέον συνήθη κίνητρα κάθε είδους εγκλήματος: “χρήματα”, “εκδίκηση”, “φθόνος”, “φόβος” και “τρέλα”» (σ. 100). (Ο κατάλογος δεν είναι πλήρης, αλλά δεν του λείπουν και πολλά.) Μια ομάδα επιτήδειων εκπονεί και εκτελεί ένα σχέδιο για να καρπωθεί τη μεγάλη (και απρόσμενη) κληρονομιά μιας αφελούς, πλην συμπαθούς, νεαρής. Το σχέδιο, φυσικά, δεν θα ευοδωθεί γιατί αφενός θα γίνουν λάθη και αφετέρου θα αναλάβει την υπόθεση ένας ικανός ντετέκτιβ, ο οποίος θα ξεσκεπάσει την απάτη. Στην πορεία, θα χάσουν τη ζωή τους εφτά άνθρωποι (τρεις σε ύποπτα ατυχήματα, δύο ξεκάθαρα δολοφονημένοι και άλλοι δύο σε ένα –παράπλευρο με τη βασική υπόθεση– ξεκαθάρισμα λογαριασμών μεταξύ μαφιόζων), αλλά η κάθαρση εντέλει επέρχεται, προς ανακούφιση του αναγνώστη.

Η δομή είναι η απλούστερη δυνατή: τριτοπρόσωπη αφήγηση, γραμμική ανέλιξη. Ταιριαστή η επιλογή του συγγραφέα, γιατί η πλοκή είναι εξαιρετικά περίπλοκη (και πολυπρόσωπη), οπότε οι όποιοι δομικοί πειραματισμοί θα δυσκόλευαν περαιτέρω τον αναγνώστη.

Στον πυρήνα της, η πλοκή δεν είναι καινοφανής (οι κληρονόμοι που μπαίνουν στο στόχαστρο απατεώνων δεν σπανίζουν στο αστυνομικό), όμως ο τρόπος που την αναπτύσσει ο συγγραφέας είναι· η δε απάτη είναι οπωσδήποτε ευφυής στη σύλληψή της, με μία πρωτότυπη ανατροπή (εννοείται ότι δεν θα επεκταθώ, για να μην χαλάσω την έκπληξη). Το Βάσει σχεδίου αποδεικνύει ότι μπορεί κανείς να καινοτομήσει πατώντας και πάνω στα τετριμμένα – γεγονός εξόχως ενθαρρυντικό. Η ιδέα είναι αληθοφανής (στο πλαίσιο της μυθοπλασίας, βέβαια), οπότε δεν εγείρει ενστάσεις (πλην μιας, την οποία θα καταθέσω στη συνέχεια).

Ο Γαλανόπουλος κάνει τα περισσότερα πράγματα σωστά: ο ρυθμός κλιμακώνεται σταδιακά (με την απαραίτητη επιτάχυνση στο δεύτερο μισό)· τα επιμέρους στοιχεία δίνονται με δόσεις, κρατώντας σε εγρήγορση τον αναγνώστη· αν και μαντεύει κανείς μάλλον εύκολα τον ένοχο (καλύτερα: μαντεύει μάλλον εύκολα τον αθώο), η διαδικασία της αποκάλυψης είναι συναρπαστική γιατί οι κακοί δεν είναι εξόφθαλμα κακοί και οι δαιδαλώδεις υποπλοκές αποσπούν δεόντως την προσοχή του αναγνώστη. Όλα βρίσκονται στη θέση τους.

Ο συγγραφέας χρησιμοποιεί γνωστά τεχνάσματα, αλλά τα φέρνει σε πέρας δεξιοτεχνικά. Για παράδειγμα, ξεκινάει με το γνωστό κόλπο των δύο (τριών, εν προκειμένω) φαινομενικά ασύνδετων περιστατικών, αλλά δεν χτίζει την πλοκή του εκεί: σύντομα οι υποθέσεις συγκλίνουν. Αυτό το θεωρώ προτέρημα, γιατί έχουμε διαβάσει αμέτρητα μυθιστορήματα πλέον, όπου η ασάφεια (η κάθε άλλο παρά δημιουργική) εμμένει μέχρι το τελευταίο κεφάλαιο.

Επίσης, στο τέλος των περισσότερων κεφαλαίων προσπαθεί (επιτυχώς) να κεντρίσει την περιέργεια του αναγνώστη (cliffhanger), έτσι ώστε να συνεχίσει την ανάγνωση, ενώ και στην αρχή των κεφαλαίων συνήθως χρησιμοποιεί ελλειπτική αφήγηση, ένα τέχνασμα που στόχο έχει να οξύνει την προσοχή του αναγνώστη στα διαδραματιζόμενα. Με άλλα λόγια, ο συγγραφέας θέλει τον αναγνώστη στην πρίζα, εξασφαλίζοντας έτσι την «ενεργή» συμμετοχή του. Θεμιτή η επιδίωξη.

Ένα άλλο τέχνασμα είναι οι άκρες που δεν οδηγούν πουθενά (βλ. σσ. 143, 168, 200, 293). Σε μια έρευνα, είναι φυσικό να υπάρξουν στοιχεία αδιέξοδα, τα οποία λειτουργούν αποπροσανατολιστικά στον προσεκτικό αναγνώστη (πράγμα ζητούμενο στο παραδοσιακό whodunit, από το οποίο ο Γαλανόπουλος δεν έχει φυσικά ξεκόψει εντελώς).

Τέλος, υπάρχει και το τέχνασμα του λανθάνοντος ερωτισμού, το οποίο, όταν πετυχαίνει, λειτουργεί ακόμα πιο εθιστικά από τον ξεκάθαρο έρωτα – στη μυθοπλασία, πάντα. Ο συγγραφέας καταβάλλει μεγάλη προσπάθεια να πιστέψουμε ότι υπάρχει ερωτική έλξη ανάμεσα στους δύο κεντρικούς χαρακτήρες· ως και στο κείμενο του οπισθόφυλλου (το οποίο, για να είμαι δίκαιος, μπορεί να μην έχει γράψει ο ίδιος) αναφέρεται ότι η κληρονόμος, εκτός από το κλειδί του μυστηρίου, κρατάει και το κλειδί της καρδιάς του ντετέκτιβ. Εντούτοις, εδώ ο συγγραφέας δεν τα έχει καταφέρει όσο καλά θα ήθελε. Από το δικό μου μυαλό, τουλάχιστον, δεν πέρασε ούτε στιγμή η ιδέα ότι ο εξηντάχρονος ντετέκτιβ είχε ερωτευτεί την εικοσιπεντάχρονη –ευειδή και πλούσια– κληρονόμο, όπως ρητά ισχυρίζεται ένας άλλος χαρακτήρας, προς το τέλος: «Κάνει μπαμ ότι την έχει πατήσει μαζί της!» (σ. 322). Όχι, δεν κάνει μπαμ – κι αυτό είναι πρόβλημα. Το (συντομότατο) κρυπτικό κεφάλαιο 33 (σ. 251), το οποίο έχει παρεμβληθεί για να ενισχύσει τους μέχρι τότε αδύναμους σχετικούς υπαινιγμούς, μοιάζει με ξένο σώμα στο κείμενο και προσωπικά δεν με έπεισε. Αυτή η αστοχία είναι επουσιώδης και δεν θα την ανέφερα καν, αν ο ίδιος ο συγγραφέας δεν επέμενε εμφατικά στο στοιχείο τού (αταίριαστου και μονομερούς) ερωτικού σκιρτήματος. Η έμφαση τεκμαίρεται και από την παράθεση όλων των στίχων του τραγουδιού των Buzzocks “Ever fallen in love (with someone you shouldn’t have)” – και μάλιστα δύο φορές: στη σ. 94, στα αγγλικά, και στο τέλος του βιβλίου (σ. 324), στα ελληνικά (σε μετάφραση του συγγραφέα). Τελικά όμως ο Γαλανόπουλος προκρίνει μια πολύ πιο ασφαλή, πατρικού τύπου σχέση για το ζεύγος. Δεν ξέρω πού θα τον έβγαζε αν επέλεγε να αναδείξει την ερωτική παράμετρο, αλλά σίγουρα κάπου με μεγαλύτερο λογοτεχνικό ενδιαφέρον από εκεί που τον έβγαλε η πατρική νότα της τελευταίας σελίδας – χώρια που έτσι θα έπιανε τόπο και το εμβληματικό τραγούδι, η επιλογή του οποίου ήταν, για μένα –και άλλους της γενιάς μου, υποθέτω–, μία ευχάριστη έκπληξη.

Κεντρικός χαρακτήρας του μυθιστορήματος είναι ο Βαγγέλης Διαλυνάς. Οι πληροφορίες γι’ αυτόν δίνονται με το σταγονόμετρο. Μαθαίνουμε ότι είναι 60 χρονών (το 2009), απόστρατος ταξίαρχος (της αστυνομίας, στο Τμήμα Ανθρωποκτονιών), διαζευγμένος· είχε μια μοναχοκόρη που έχασε τη ζωή της σε τροχαίο πριν από χρόνια· τώρα εμφανίζεται, ως συνεργάτης-ερευνητής, σε μια δημοφιλή τηλεοπτική εκπομπή που ψάχνει αγνοούμενους· εξαιτίας της αναγνωρισιμότητας και των τηλεοπτικών του επιτυχιών, φιγουράρει ως ο πιο ακριβός ντετέκτιβ της χώρας. Άτυπος συνεργάτης του (και συνδετικός του κρίκος με τους πόρους της αστυνομίας στην έρευνα) είναι ο ανθυπαστυνόμος Θανάσης Τόγιας, υφιστάμενος του έντιμου αστυνόμου Ορέστη Κοκκόση που έχει αναλάβει την υπόθεση της νεαρής κληρονόμου Ελευθερίας Μώρου.

Η στάση του μυθιστοριογράφου απέναντι στις καταστάσεις που θα αντιμετωπίσει ο Διαλυνάς δηλώνεται ήδη στην πρώτη παράγραφο: «Η αλήθεια δεν είναι σχετική. Η αλήθεια είναι προσωπική» (σ. 9). Ο Διαλυνάς, καίτοι έμπειρος, δεν ανήκει στους ξερόλες ήρωες με τις ακλόνητες βεβαιότητες· για παράδειγμα, λέει κάπου προς το τέλος: «Δεν ξέρω ποιοι θέλουν να με βοηθήσουν και ποιοι να με παραπλανήσουν. Δεν μπορώ να ξεχωρίσω τους καλούς απ’ τους κακούς» (σ. 278). Η υπόθεση έχει τόσες παραμέτρους που νωρίτερα αναγκάζεται να παραδοξολογήσει: «Χωρίς επαρκή στοιχεία, δεν υποπτεύομαι κανέναν για τίποτα – ή υποπτεύομαι όλους για τα πάντα, που είναι το ίδιο πράγμα» (σ. 143). Αυτή η δηλωμένη αβεβαιότητα (μαζί με την αδυναμία που εξαρχής δείχνει να έχει στην –άτυχη μέσα στην τύχη της– κληρονόμο) τον καθιστά συμπαθή στα μάτια του εξίσου μπερδεμένου αναγνώστη.

Δεν γνωρίζω αν ο Γαλανόπουλος σκοπεύει να ξαναγράψει για τον Διαλυνά. Η μέχρι στιγμής πρακτική του (αυθύπαρκτα μυθιστορήματα) προϊδεάζει πως όχι – και μάλλον καλύτερα έτσι: ο Διαλυνάς, παρότι συμπαθής, δεν προσφέρεται για ήρωας σειράς μυθιστορημάτων, γιατί ο δημιουργός του δεν τον προίκισε με χαρακτηριστικά που θα τον έκαναν να ξεχωρίζει: δεν είναι στην ακμή του, δεν είναι ιδιοφυΐα, δεν διακρίνεται σε κάτι που θα τον καθιστούσε αλησμόνητο. Εδώ μπορεί κανείς να αντιτάξει ότι αυτά ισχύουν και για άλλους εμβληματικούς ήρωες του ελληνικού αστυνομικού, όπως ο Μπέκας (του Μαρή) και ο Χαρίτος (του Μάρκαρη), οπότε τίποτα δεν αποκλείει την επανεμφάνιση του Διαλυνά, ιδίως αν οι επόμενες ιστορίες του πάνε προς τα πίσω στον χρόνο. Ίσως εκεί ο Γαλανόπουλος να έχει την ευκαιρία να μας πει περισσότερα για τον ήρωά του.

Έλεγα παραπάνω ότι η πλοκή στο Βάσει σχεδίου είναι πολυδαίδαλη. Αυτή η τάση, απόρροια της εμπορικής επιτυχίας της σκανδιναβικής σχολής, δείχνει πλέον να κυριαρχεί. Η πικρή αλήθεια, βέβαια, είναι ότι οι περισσότεροι Σκανδιναβοί συγγραφείς αστυνομικών χρησιμοποιούν τους αναρίθμητους δαιδάλους για να κρύβουν, μέσα στην αναμπουμπούλα, τις τεράστιες τρύπες στις πλοκές που σκαρφίζονται. Εντούτοις, ο Γαλανόπουλος ελέγχει την πλοκή του επαρκώς, βάσει σχεδίου αναμφίβολα. Δεν μου είναι δύσκολο να φανταστώ τον συγγραφέα να καταστρώνει την υπόθεση επί χάρτου, όπως ακριβώς κάνει και το δημιούργημά του, ο Διαλυνάς: «Εκείνο το χαρτί, μεγέθους Α3, πάνω στο γραφείο του έμοιαζε με χωράφι οργωμένο από μεθυσμένο αγρότη. […] Διάσπαρτα σχέδια, θύσανοι, βέλη και σπείρες, από τα οποία μόνο μερικά βέλη συνδέονταν λογικά με το κείμενο» (σ. 43). Αυτό ακριβώς είναι το πρόβλημα με τις ανοικονόμητες πλοκές: απαιτούν πλήθος χαρακτήρων· πολλά τα ονόματα, ακόμα περισσότερες οι μεταξύ τους διασυνδέσεις. Η εξ αυτών προκύπτουσα δυσκολία είναι εν γνώσει του συγγραφέα, γιατί γράφει κάπου: «Ο Κοκκόσης άκουγε την αφήγηση με τεταμένη προσοχή, αλλά τέτοιον καταιγισμό από ονόματα και γεγονότα ακόμα και πολύ πιο κοφτερά μυαλά από το δικό του θα δυσκολεύονταν να αφομοιώσουν με την πρώτη» (σ. 204). Χρειάζεται μια δεύτερη ανάγνωση για να καταλάβει ο αναγνώστης τα τεχνάσματα προοικονομίας στο Βάσει σχεδίου. Πόσοι όμως ξαναδιαβάζουν ένα αστυνομικό; Ο μέσος αναγνώστης θα το διαβάσει μια κι έξω – αν και θα έρθουν στιγμές που θα αναγκαστεί να ανατρέξει σε προηγούμενες σελίδες για να θυμηθεί τον ρόλο κάποιου δευτερεύοντα χαρακτήρα, πράγμα που συνιστά μειονέκτημα σε ένα ανάγνωσμα εξ ορισμού «διασκεδαστικό». Ο Γαλανόπουλος το παράκανε με τους βοηθητικούς χαρακτήρες. Υπάρχουν αρκετά ονόματα που εμφανίζονται μόνο μία φορά και χωρίς ουσιαστικό λόγο, καθώς δεν προσφέρουν τίποτα σημαντικό στην ιστορία. Αυτή η πρακτική δυσχεραίνει αναίτια την παρακολούθηση της υπόθεσης, με αποτέλεσμα ο ανυπόμονος αναγνώστης να δυσφορεί.

Χαρακτήρισα προηγουμένως τον έλεγχο του συγγραφέα επί της πλοκής «επαρκή» – άρα, όχι «απόλυτο». Το πρόβλημα με τις πολυπλόκαμες πλοκές είναι ότι επιτρέπουν πιο εύκολα την παρείσφρηση λογικών αλμάτων και ανακολουθιών. Ακόμα κι ένας ιδιαίτερα προσεκτικός με τις λεπτομέρειες συγγραφέας, όπως ο Γαλανόπουλος, δεν αποφεύγει τελικά τις παγίδες που στήνει ο ίδιος στον εαυτό του. Για παράδειγμα, δύο από τους περιγραφόμενους φόνους, που συμβαίνουν μάλιστα στον ίδιο τόπο και χρόνο, είναι αδιανόητοι: ο ένας από έκρηξη παγιδευμένου αυτοκινήτου και ο άλλος (αυτός κυρίως!) από υδροκυάνιο σε ποτό (φόρος τιμής στη θεία Agatha, προφανώς). Άλλο παράδειγμα, σοβαρότερο (η ένσταση που είχα προαναγγείλει): δεν γίνεται να στηρίξεις ολόκληρη κομπίνα εκατομμυρίων πάνω στην ιδέα ότι είναι εφικτό να εξαφανίσεις κάθε χειρόγραφο που έχει αφήσει πίσω του ένας χαρακτήρας (συγκεκριμένα: η Αλεξία Βάλαρη-Diamond, η πάμπλουτη νονά και κληροδότρια της Μώρου, μία ηλικιωμένη γυναίκα που είχε ζήσει μάλιστα σε δύο ηπείρους) για να μην δοθεί η ευκαιρία σε κάποιον γραφολόγο να αποδείξει το αβάσιμο της διαθήκης. Απλώς δεν γίνεται! Πρόκειται για σοβαρό ατόπημα, γιατί το κουβάρι αρχίζει να ξετυλίγεται ακριβώς επειδή ο διαρρήκτης που πήγε να κλέψει τα περιβόητα γράμματα της Βάλαρη έπεσε από το μπαλκόνι και σκοτώθηκε.

Ο Γαλανόπουλος γνωρίζει τα προβλήματα της πλοκής του, γι’ αυτό και αισθάνεται την ανάγκη να μιλήσει για συμπτώσεις: για να δικαιολογήσει τα αδικαιολόγητα. Ενώ αρχικά ο Διαλυνάς εμφανίζεται να μην πιστεύει στις συμπτώσεις [«μοιραία σύμπτωση» (σ. 280) χαρακτηρίζει ειρωνικά τη συγκυρία δύο περιστατικών, στα οποία η τύχη έχει παίξει σημαντικό ρόλο: «Η Γεροδήμου, που τυχαίνει να βρίσκεται εκεί, παίρνει την ειδοποίηση χωρίς να την αντιληφθεί ο Γκουζιώτης» (σ. 312)], αργότερα αντιφάσκει: όταν ο Κοκκόσης, σχολιάζοντας τον όντως προβληματικό φόνο με υδροκυάνιο, λέει «Απίστευτη σύμπτωση», ο Διαλυνάς απαντάει: «Αν βλέπαμε ταινία, ναι, αυτός ο συγχρονισμός θα ήταν όντως απίστευτος. Στην πραγματική ζωή όμως… αν το καλοσκεφτείς, οι συμπτώσεις είναι ο κανόνας, και όχι η εξαίρεση. Γι’ αυτό περνάνε απαρατήρητες ως επί το πλείστον» (σ. 319). Ίσως να έχει δίκιο ο βετεράνος ντετέκτιβ, αλλά το σίγουρο είναι άλλο: όταν διαβάζεις σε αστυνομικό για συμπτώσεις, κάτι δεν πάει καλά – αυτός είναι όντως κανόνας.

Ως προς το ύφος, η γραφή του Γαλανόπουλου είναι οικονομική και γλωσσικά προσεγμένη. Δεν υπάρχουν υπερβολικές περιγραφές, ούτε σολοικισμοί. Επίσης, δεν προσπαθεί να «ανεβάσει» το επίπεδο βεβιασμένα. Ελάχιστα είναι τα σημεία που θα μπορούσαν να θεωρηθούν (αποτυχημένα) «άλλοθι λογοτεχνικότητας»· ένα παράδειγμα: «Τώρα κρατούσε μια σπαστή μισοσπασμένη ομπρέλα, την οποία είχε πάρει νωρίτερα από το αυτοκίνητό του. Έκανε να την ανοίξει, αλλά η βροχή είχε σταματήσει. Των νεφών τα φουσάτα είχαν τραπεί σε άτακτη ανοδική φυγή, αποκαλύπτοντας την κορυφογραμμή της Πάρνηθας σε όλο της το χιονισμένο μεγαλείο. Οι κεραίες που εξείχαν απ’ τις ψηλότερες κορυφές, τα προκεχωρημένα φυλάκια των παιδιών της Γης, εξουδετέρωναν, σαν την κουφοξυλιά του Προμηθέα, τους τελευταίους κεραυνούς του αλλοτινού τιμωρού του» (σ. 279). Εξίσου ελάχιστα είναι και τα προβλέψιμα λογοπαίγνια, π.χ.: «Το τεκνόν μετά του ωφελίμου» (σ. 291) – φράση που άλλωστε εκστομίζει ο Τόγιας, πράγμα που ταιριάζει με τον χαρακτήρα του, οπότε δεν χρεώνεται στον συγγραφέα.

Το λεξιλόγιο είναι πλούσιο, ενίοτε δε έως και εξεζητημένο· π.χ., καρύτζαφλο (σ. 60), διοπίνα (σ. 107), εφεκτική (σ. 128), ταράφι (σ. 189). Ακόμα όμως και αυτές οι «άγνωστες λέξεις» δεν ενοχλούν, έτσι όπως εντάσσονται στο κείμενο.

Ένα ήσσονος σημασίας πρόβλημα προκαλούν τα πολλά διαλογικά μέρη. Προς αποφυγή παρεξήγησης, κατανοώ ότι οι εκτεταμένοι διάλογοι σε ένα procedural/whodunit (απανωτές συνεντεύξεις με τους εμπλεκόμενους στην υπόθεση, αναγκαστικά) είναι αναπόφευκτοι. Κατανοώ επίσης ότι η τριτοπρόσωπη αφήγηση δεν διευκολύνει εσωτερικούς μονόλογους και ελεύθερους συνειρμούς. (Μία πρωτοπρόσωπη αφήγηση από τον Διαλυνά θα οδηγούσε σε άλλο μυθιστόρημα – καλύτερο ή χειρότερο δεν ξέρω, αλλά πάντως άλλο.) Ακόμα κι έτσι όμως, τα διαλογικά μέρη –ειδικά μέχρι τη μέση, όπου, ως είθισται, δεν συμβαίνουν και πολλά πράγματα σε πρώτο χρόνο, καθώς η μέριμνα πέφτει στην αφήγηση των όσων έχουν προηγηθεί, για να δέσει η ιστορία– κυριαρχούν ανισοβαρώς. Αυτή η αίσθηση θα μετριαζόταν αν τα όσα λέγονται διανθίζονταν με αστεία και –κυρίως– με λεπτομέρειες που θα φώτιζαν εσωτερικά τους χαρακτήρες.

Δεν ισχυρίζομαι ότι λείπουν αυτά τα στοιχεία, αλλά θα μπορούσαν να είναι πιο έντονα. Το χιούμορ του Γαλανόπουλου είναι τόσο λεπτό και υποδόριο που τις περισσότερες φορές λειτουργεί οφθαλμοσκοπικά – και χάνεται. Ξεχώρισα, επί παραδείγματι, ένα αστείο (που λέει και μία παράδοξη αλήθεια): «Ο Αποστόλου, όπως κάνουν συνήθως οι μύωπες, ξαναφόρεσε τα γυαλιά του για να ακούει καλύτερα» (σ. 171). Άξιο αναφοράς είναι και το καίριο καρφί του αστυνόμου Κοκκόση στον συνάδελφό του της αντιτρομοκρατικής: όταν ο δεύτερος λέει στον πρώτο να περιμένει την προκήρυξη των τρομοκρατών πριν βγάλει συμπέρασμα, εκείνος τον ρωτάει: «Πότε θα είναι έτοιμη;» (σ. 190).

Όσο για την ανάπτυξη των χαρακτήρων, μέσω των διαλόγων, είναι αναμενόμενα ελλειμματική: είναι αδύνατον να αναπτύξει κανείς ισομερώς τόσο πολλούς χαρακτήρες (και εξαιρετικά δύσκολο να τους διαφοροποιήσει βάσει της εκφοράς του λόγου τους). Εντούτοις, έστω με αδρές γραμμές, ο συγγραφέας καταφέρνει να σκιαγραφήσει επαρκώς αρκετούς από τους βασικούς χαρακτήρες (λ.χ., Τόγιας, Κοκκόσης, Μώρου) και κάποιους από τους δευτερεύοντες, πράγμα που συνιστά επίτευγμα. Εκείνο που λείπει είναι μια στιβαρότερη δόμηση του ίδιου του Διαλυνά, αλλά υποψιάζομαι ότι ήταν επιλογή του συγγραφέα να αφήσει τον ήρωά του στο ημίφως. Θα μιλούσα με μεγαλύτερη βεβαιότητα, αν δινόταν βάρος σε αυτήν ακριβώς τη σκιώδη πλευρά του Διαλυνά, πράγμα που όμως δεν συμβαίνει.

Θεωρώ ευτυχή, για τον ίδιο τον Γαλανόπουλο, την απόφασή του να γράψει ένα σύγχρονο αστυνομικό και να ξεφύγει από τα εγκεφαλικά παιχνίδια των δασκάλων του (Poe, Leroux, Carr, Doyle, Christie κ.ο.κ.), γιατί έτσι του δίνεται η ευκαιρία να προσφέρει κάτι ουσιαστικότερο από ένα ψυχαγωγικό ανάγνωσμα. (Καθόλου δεν υποτιμώ τα βιβλία-πασατέμπο· απλώς είναι άλλη η λειτουργία τους.) Στο Βάσει σχεδίου, για παράδειγμα, ο συγγραφέας βρίσκει πάτημα και μιλάει, έμμεσα αλλά καίρια, για κάποιες από τις παθογένειες της σύγχρονης κοινωνίας και για τη διολίσθηση χαρακτήρων σε άνομες δραστηριότητες που δεν συνάδουν με τις ιδιότητές τους: δικηγόροι, συμβολαιογράφοι, πρόεδροι φιλανθρωπικών οργανώσεων. Μιλάει επίσης –εν παρόδω, έστω– και για τις ποικίλες μαφίες που ελέγχουν εργολαβικά τις παράνομες δραστηριότητες και καρπώνονται το βρόμικο χρήμα, και μάλιστα σε αγαστή συνεργασία με τις διωκτικές αρχές. Τέλος, συμπληρώνει το ανθρώπινο μωσαϊκό με μουσικούς, λογιστές, μετανάστες κ.ά., δίνοντας μια πειστική γενική άποψη της σύγχρονης ελληνικής ανθρωπογεωγραφίας. Μάλλον έχει συνειδητοποιήσει ότι όλα αυτά δεν γίνεται να θιχτούν όπως τους πρέπει σε παραδοσιακά whodunit, απ’ όπου η κοινωνία λάμπει δια της απουσίας της. Γι’ αυτό έλεγα στην αρχή ότι η στροφή του έγινε προς την σωστή κατεύθυνση: γιατί φαίνεται πως έχει να πει πράγματα που όντως βοηθούν στην κατανόηση της ανθρώπινης συνθήκης. Για παράδειγμα, ένας συμβολαιογράφος, μιλώντας για την νεαρή κληρονόμο, λέει: «Νομίζω ότι είναι μια τυπική εκπρόσωπος της γενιάς της. Πολύ χειραφετημένη αλλά κατά βάθος ανώριμη. Πολύ μορφωμένη αλλά κατ’ ουσίαν αδαής. Αυτά τα παιδιά είναι… παιδιά που παριστάνουν τους ενήλικους. Αντιλαμβάνεστε τι θέλω να πω; Έχουν μεγαλώσει τόσο προστατευμένα, ώστε δεν έχουν ιδέα πώς είναι η πραγματική ζωή» (σ. 279). Ανεξάρτητα από το αν συμφωνεί κανείς με αυτή την αφοριστική ανάλυση της νέας γενιάς, δεν μπορεί παρά να αναγνωρίσει ότι δίνει τροφή για σκέψη – κι αυτό είναι παράσημο για το αστυνομικό.

Εν κατακλείδι, ο Νεοκλής Γαλανόπουλος στο Βάσει σχεδίου καταθέτει ένα σύγχρονο αστυνομικό μυθιστόρημα, δομημένο με παλιά, αλλά στέρεα, υλικά και φιλοτεχνημένο από έναν μάστορα ερασιτέχνη (με την ετυμολογική έννοια του όρου). Όποιος το διαβάσει, θα ωφεληθεί διπλά: αφενός θα ευχαριστηθεί ένα αξιοπρεπές ανάγνωσμα «μυστηρίου» και αφετέρου θα κατανοήσει κάπως καλύτερα τον κόσμο γύρω μας. Από τη στιγμή που συμφωνούμε ότι αυτά είναι δύο από τα πολλά οφέλη της λογοτεχνίας, το υπό συζήτηση «σχέδιο» κρίνεται επιτυχημένο.

 

— Νεοκλής Γαλανόπουλος, Βάσει σχεδίου, Καστανιώτης: 2022, σελίδες: 325, ISBN: 978-960-03-6961-8, τιμή: €15.