Skip to main content
Παρασκευή 03 Μαΐου 2024
Φαρμακός

Ο Ιωάννης Καλλέργης είναι καθηγητής Ιστορίας στη μέση εκπαίδευση. Ένα πρωινό, όπως κάθε πρωινό, βγαίνει «από την πόρτα» του με κατεύθυνση προς το σχολείο. «Χαζεύει τις νεραντζιές στη γραμμή, καθώς βαδίζει στο πεζοδρόμιο κι έπειτα στρίβει στον παράδρομο, στη γειτονιά με τα καινούργια σπίτια. Ακούει πόρτες να ανοίγουν, πόρτες να κλείνουν, αυτοκίνητα να παίρνουν μπρος· είναι μια αλυσίδα συγχρονισμένων κρότων και εικόνων, νομοτελειακά καθορισμένων» (σσ. 11-12). Θα διασχίσει το «πάρκο με τους ευκαλύπτους» πριν φτάσει στο σχολείο όπου έκπληκτος θα δει να τον περιμένουν δύο αστυνομικοί. «Και αυτό ήταν, αυτό ήταν» (σ. 16). Η «νομοτελειακά καθορισμένη» καθημερινότητα έχει διαρραγεί. Η Άννα, μια μαθήτριά του της Γ’ Λυκείου, έχει κάνει καταγγελία για σεξουαλική παρενόχληση. 

«Η γραμματέας παρατηρεί πως τα παπούτσια του αφήνουν στο πάτωμα κομμάτια λάσπης κι αμέσως καρφώνει το βλέμμα στην πλάτη του, ανοίγει το στόμα κάτι να πει· μετανιώνει» (σσ. 14-15). 

Μπορεί η λάσπη να προέρχεται από τα λασπόνερα που πάτησε ο Καλλέργης στο «πάρκο με τους ευκαλύπτους», αλλά ο Αιμίλιος Σολωμού (Λευκωσία, 1971), τη λάσπη που φέρνει ο ήρωάς του στο σχολείο, θέλει να τη διαβάσουμε και ως την ανηθικότητα, που ξαφνικά βλέπουν όλοι να τον χαρακτηρίζει – όπως όμως και ως προοικονομία για τη συκοφαντία που θα ακολουθήσει. Και μάλιστα, ο Σολωμού, επιδεικνύει εδώ μυθοπλαστικό αισθητήριο με αυτό τον δυϊσμό του συμβολισμού. Γιατί μπορεί τη λάσπη να τη φέρει ο Καλλέργης, αλλά μια συκοφαντία, θα μας πει ο συγγραφέας, έχει να κάνει με κάτι που μπορεί να μας προσάψει κάποιος αναπάντεχα, γιατί το πλέγμα των αιτιακών αλληλουχιών που επηρεάζουν τη ζωή μας είναι δαιδαλώδες και χάνεται στις καταβολές του «αρχέγονου» που μας καθορίζει. Παραθέτω την τελευταία πρόταση του μυθιστορήματος: «[Ο Καλλέργης] [ε]ίναι ένας αρχέγονος άνθρωπος» (σ. 251). 

Σεξουαλική παρενόχληση και καταγγελίες: Το «τόσα χρόνια συνέβαιναν σημεία και τέρατα, οπότε τώρα θα λάβουν χώρα και μερικές αδικίες», που ακούμε και διαβάζουμε συχνά τα τελευταία χρόνια δεν είναι μόνο απλοϊκό ως διαλεκτική που ερμηνεύει την παρούσα κατάσταση· είναι και αποτρόπαιο. Πριν δηλαδή επέλθει η πολυπόθητη ισορροπία, αν επέλθει, καθότι ο κόσμος δεν λειτουργεί ποτέ όπως νομίζουμε ότι λειτουργεί, θα την πληρώσουν και κάποιοι αθώοι, που όμως, με τη λογική του συλλογικού ασυνείδητου σήμερα, είναι ένοχοι. Ένοχοι, γιατί τυγχάνει να ανήκουν στο ίδιο φύλο με τους απανταχού “δυνάστες” της πατριαρχίας. Οι παράπλευρες απώλειες είναι όμως πάντα το σημάδι που πρέπει να μας ταρακουνά για την εγκυρότητα των επιχειρημάτων που προτάσσονται ως αιτιολογία μιας κατάστασης. Η έννοια «παράπλευρη απώλεια» είναι όνειδος που ακυρώνει κάθε ίχνος ηθικής προόδου, γιατί η σιωπηλή ανοχή απέναντί της υποδηλώνει ό,τι πιο εκδικητικό χαρακτηρίζει τη φύση μας. Επαναλαμβάνω: η διαλεκτική αυτή δεν είναι μόνο απλοϊκή· είναι και αποτρόπαιη. 

Ο Ιωάννης Καλλέργης, μετά την καταγγελία της μαθήτριάς του, θα βιώσει την καταιγιστική αλληλουχία των γεγονότων, που, στα μάτια του περίγυρού του, συμπεριλαμβανομένης και της συζύγου του, θα τον καταστήσουν ένα «κάθαρμα»: 

«“Ξέρεις την ιστορία με τον τράγο της Παλαιάς Διαθήκης;”

“Ναι!”

“Αυτός ήμουν εγώ, η θυσία του εξιλασμού για όλους σας, η εξορία στην έρημο. Ο φαρμακός, το κάθαρμα”» (σ. 136).

Ο Σολωμού όμως δεν αποτυπώνει μόνο την πορεία προς τη «θυσία του εξιλασμού». Δεν διερευνά δηλαδή, μυθοπλαστικά, και μάλιστα με αξιώσεις, μια καταγγελία σεξουαλικής παρενόχλησης, αλλά υπεισέρχεται και στις βαθύτερες προκείμενες που έχουν μορφοποιήσει τον χαρακτήρα του Καλλέργη. Ο Καλλέργης, εκτός από καθηγητής Ιστορίας, είναι και καταξιωμένος συγγραφέας. Είναι όμως και παντρεμένος με την κόρη πλούσιου, ευυπόληπτου και βαθιά διαπλεκόμενου κτηματομεσίτη, που όχι μόνο έχει φροντίσει να ζουν η κόρη του και ο γαμπρός του σε μια μονοκατοικία σε ακριβό προάστιο της πόλης αλλά έχει βάλει το χέρι του για να γίνει γνωστός ο Καλλέργης και ως συγγραφέας. Αρχικά, μάλιστα, όταν ο Καλλέργης παντρεύτηκε την κόρη του, τον είχε πείσει να μπει στη δουλειά ως διάδοχός του. Του είχε γνωρίσει υψηλόβαθμους τραπεζικούς, υπουργούς και βουλευτές, του είχε δείξει πώς γίνονται οι δουλειές και τον είχε εισαγάγει σε μια “ελίτ”, την οποία όσο κι αν ο Καλλέργης περιφρονούσε, δεν έπαυε να απολαμβάνει τα προνόμια που του εξασφάλιζε. 

Ο Σολωμού, βάζει τον ήρωά του να διαβάζει το Έθιμα ταφής της Hannah Kent, έτσι όπως αποτυπώνει την περιθωριοποίησή του, μόνο και μόνο επειδή ακούμπησε άθελά του τη μαθήτριά του. «Ένας αυτός, αποσυνάγωγος, και όλοι οι άλλοι εναντίον του» (σ. 228). Ο Καλλέργης τίθεται λοιπόν στο επίκεντρο μιας συνθήκης όπου ο κοινωνικός περίγυρός του ξαφνικά φαντάζει τόσο σκληροτράχηλος, αποτρόπαιος και έμπλεος προκαταλήψεων όσο και ο περίγυρος της Άγκνες, της ηρωίδας της Kent, που το 1829 καταδικάζεται σε θάνατο. Εξάλλου, όπως η ηρωίδα της Kent εξορίζεται, πριν την εκτέλεσή της, σε μια απομακρυσμένη αγροικία της Ισλανδίας, έτσι και ο Καλλέργης θα αυτοεξοριστεί στον τόπο καταγωγής του, στο πατρικό του, ένα αγροτόσπιτο για να βιώσει εξ αρχής την καταβύθιση στο πρωτεϊκό περιβάλλον που τον γέννησε και τον μορφοποίησε.

Ο αυτοεξορισμός, στο δεύτερο μέρος του βιβλίου, συνιστά και το βαθύτερο και πιο “ψυχαναλυτικό” κομμάτι του μύθου. Εδώ, ο Σολωμού, προτείνει και τη λύση στο αδιέξοδο του ήρωά του. Μια λύση, που, ενώ αρχικά φαντάζει εξαναγκαστική, σταδιακά, με την απόφαση του να ασχοληθεί με την καλλιέργεια αμπελιών, ανάγεται σε αυθεντική επιλογή και έμμεση κριτική στον πρότερο βίο του. Εδώ, γίνεται επίσης διακριτός και ένας άλλος συμβολισμός που έχει εισαγάγει ο Σολωμού στον μύθο: η γυναίκα του Καλλέργη, η Αλεξάνδρα, που όπως ανέφερα προέρχεται από πολύ εύπορη οικογένεια, εργάζεται ως υψηλόβαθμο στέλεχος σε τράπεζα. Στον ελεύθερο χρόνο της ασχολείται με την καλλιέργεια μπονσάι. Τα μπονσάι χαρακτηρίζουν την Αλεξάνδρα. Τα συναντάμε στη δεύτερη πρόταση του βιβλίου: «Ο κέδρος μπονσάι στην είσοδο μοιάζει βρεγμένος [...] (σ. 11). Αλλά και εδώ: «Καθεται στο τραπέζι της κουζίνας, το βλέμμα του κοκκαλώνει στο κεραμικό με το πεύκο μπονσάι, στα ιδεογράμματα κάντζι, ενα ρητό για την αρμονία, τη γαλήνη» (σ. 47). Όπως όμως και λίγο παρακάτω: «Ξέρει να φροντίζει τα μπονσάι, πώς να προστατεύει τις ρίζες τους, πώς να κλαδεύει, πώς να γιατρεύει τις αρρώστιες τους. [...] Είναι περήφανη για τη σεκόγια, τους κέδρους και τα σφεντάμια της. Καμιά φορά ο Καλλέργης κάθεται και τη χαζεύει να τα περιποιείται κι εκείνη του λέει ότι είναι μια τέχνη που απαιτεί αφοσίωση και πως χρόνος δεν υπάρχει εκείνη τη στιγμή, ο χρόνος παγώνει ανεξήγητα κι αυτή βυθίζεται πρόσκαιρα σε μια ψευδαίσθηση αιωνιότητας. Έτσι αισθάνεται» (σ. 52).

Τα μπονσάι είναι ο κρίκος που ενώνει το ζεύγος, αλλά και, όπως αντιλαμβάνεται ο αναγνώστης στο δεύτερο μέρος του βιβλίου, εκεί που ο Καλλέργης αφιερώνεται στη εντατική καλλιέργεια της γης, η θρυαλλίδα που τινάζει τη σχέση τους στον αέρα. 

«Της δείχνει τα βλαστάρια, τα πεύκα, τα σφεντάμια, τα πλατάνια που ξεφυτρώνουν μέσα από τις πέτρες, τα φύλλα και τις πευκοβελόνες, ναι, θα μπορούσε να τα μεταφυτεύσει, να καλλιεργήσει μπονσάι, γιατί όχι, γιατί να τα παραγγέλνει τόσο ακριβά από την Ιαπωνία; 

“Όχι, όχι”, απαντά, δεν είναι το ίδιο, αφού αυτά γεννήθηκαν στο δάσος, η μοίρα δεν τα προορίζει να γίνουν μπονσάι, είναι όπως τα πουλιά που τα κλείνουν στο κλουβί, τα δέντρα μπονσάι φυτρώνουν σε τεχνητό περιβάλλον, σε φυτώρια, δεν είναι το ίδιο» (σ. 175). 

Η Αλεξάνδρα, με τη σειρά της, είναι προϊόν «τεχνητού περιβάλλοντος», ενώ ο Καλλέργης «γεννήθηκε στο δάσος». Μπορεί να τους ένωνε το πάθος για τη φύση αλλά η Αλεξάνδρα ήταν γεννημένη για την εξημερωμένη μινιατούρα μιας, τρόπον τινά, εργαστηριακής έκφανσης της φύσης: τα μπονσάι. 

Στο δεύτερο μέρος του βιβλίου, αποσαφηνίζεται επίσης και η παρεμβολή των πρωτοπρόσωπων κεφαλαίων, που έχουμε συναντήσει από το πρώτο μέρος. Ο Σολωμού, διαχειρίζεται με επιτυχία μια λελογισμένη μοντερνιστική προσθήκη: ο πρωτοπρόσωπος αφηγητής δεν είναι άλλος από τον συγγραφέα του βιβλίου, που γράφεται καθώς εμείς το διαβάζουμε. Ένας συνάδελφος του Καλλέργη αναλαμβάνει να γράψει την ιστορία του με τη μορφή μυθιστορήματος. Οι παρεμβάσεις του λειτουργούν και ως άτυπη κατάθεση υπεράσπισης του Καλλέργη, με τη μορφή σχολιασμού περιστατικών από τη ζωή του πριν την καταγγελία, που αναδεικνύουν το ήθος και τη βαθιά αγάπη που έτρεφε για τους μαθητές του. 

Αντιρρήσεις: Το να κρατά κανείς την ανάσα του μπορεί ως σχήμα λόγου να υπογραμμίζει την οριακή ποιότητα κάποιων καταστάσεων, αλλά, κυριολεκτικά, ενδέχεται να έχει ποικίλες παρενέργειες: πλάνες, αυθαίρετα συμπεράσματα, ροπή προς την υπερβολή.

Ο Σολωμού βάζει τον ήρωά του να βιώνει την καταγγελία της μαθήτριάς του και τη συνακόλουθη άτυπη καταδίκη του από τον όχλο με τον ίδιο τρόπο που βίωσαν οι Εβραίοι το αντισημιτικό μένος στο πέρασμα των χρόνων αλλά και ειδικά στα χρόνια που οδηγούν προς το Ολοκαύτωμα. Ο παραλληλισμός όμως, όσο ελλειπτικά κι αν σκιαγραφείται, είναι παντελώς αδόκιμος –και δη για καθηγητή Ιστορίας– και γέρνει την πλάστιγγα των σκέψεων του αναγνώστη προς ανεπίτρεπτες λαϊκίστικες ατραπούς. Ναι, η αναφορά στην υπόθεση Ντρέιφους, επίσης έκφανση αντισημιτισμού, συνιστά πιθανώς καλύτερο παράδειγμα, αν και πάλι ελλοχεύει μια γερή δόση υπερβολής. 

Η «ιστορία της ζωής» του Καλλέργη αποδίδεται μεν καταλεπτώς αλλά προκαλεί στον αναγνώστη μια ανησυχία, όχι με τον τρόπο που ο Σολωμού επιλέγει να γράψει, αλλά λόγω της πυκνότητας των γεγονότων που αποκαλύπτονται και αποδελτιώνονται με μετρονομική ακρίβεια. 

Επιπρόσθετα, η αναφορά στην Άννα και τα κίνητρά της, αναφορά που εμφανίζεται τέσσερις σελίδες πριν το τέλος του μυθιστορήματος, αλλοιώνει τη μετριοπαθή και άκρως ενδιαφέρουσα στάση, που έχει κρατήσει ο συγγραφέας μέχρι εκείνο το σημείο, και την αφήνει να διολισθήσει στον «ισαποστακισμό» (sic). Ο Σολωμού, παρότι χτίζει ένα λεπτομερές πλέγμα του αρχέγονου, που διαφεντεύει και καθορίζει τις ζωές μας, υποκύπτει στη σαγήνη που του ασκεί αυτή η ιδεατή θέση του για την Ιστορία, θέση που αποδελτιώνει με κάθε λεπτομέρεια και νοηματοδοτεί, μέσα από ένα πανοπτικό πρίσμα, την κάθε πράξη.

«Και σκέφτεται πόσα ξέρουμε ή, μάλλον, δεν ξέρουμε για τους ανθρώπους μέσα στην Ιστορία [...]. [...] [Π]όσο ενδιαφέρον θα ήταν να γνωρίζαμε τα πάντα, όχι μόνο για αυτά τα ανήσυχα πνεύματα, μα για όλους τους ανθρώπους που περπάτησαν πάνω στη Γη και τους διέγραψε η μνήμη [...]» (σ. 72). 

Έτσι, ο συγγραφέας, εμφανίζεται να αντιμάχεται το δόκιμο χαρτί του αρχέγονου, που ο ίδιος, κοπιωδώς, έχει κατασκευάσει. Το μυθιστόρημα είναι ο ιδανικός χώρος για να πραγματευτεί κανείς το ακανθώδες θέμα μιας κατηγορίας σεξουαλικής παρενόχλησης που δεν ευσταθεί. Το μυθιστόρημα είναι, πρωτίστως, χώρος ανοχής και για αυτό ψυχαγωγίας, και, δευτερευόντως, αφορμή για στοχασμό και διδαχές. Ο Σολωμού όμως διστάζει να αφήσει εκκρεμότητες. Διστάζει να αφήσει μη στοιχισμένα νοήματα και νήματα σκέψης. Διστάζει να εναγκαλιστεί ακόμη και μια μικρή δόση μυθιστορηματικής ασάφειας. Είναι άραγε ο φόβος του ότι θα στοχοποιηθεί από τη μήνη της πολιτικής ορθότητας, που τον οδηγεί να στρογγυλέψει τις αιχμές του μύθου του και να ερμηνεύσει πλήρως –τέσσερις σελίδες πριν το τέλος– την πράξη της Άννας; 

«Αντιλήφθηκα μόλις τότε ότι το μεγάλο θύμα όλης αυτής της ιστορίας ήταν η Άννα. Δεν ήταν ο Καλλέργης ο αδικημένος, ο κατατρεγμένος [...], το θύμα της συνωμοσίας. Όχι, όσο κι αν φαντασιωνόταν τον Εβραίο και ζούσε ακόμα στην εποχή της ναζιστικής Γερμανίας. Όσο κι αν μεμψιμοιρούσε, όσο κι αν τα ‘βαζε με όλους και με όλα. Όσο κι αν διεκδικούσε την αποκλειστικότητα του εξιλαστήριου θύματος, αυτός ένας κι όλοι οι άλλοι εναντίον του. Όχι, το θύμα ήταν η Άννα. Και κατάλαβα τότε ότι το βιβλίο πήγε στραβά. Και μετάνιωσα εκείνη τη στιγμή που δεν έγραψα για την Άννα αυτό το μυθιστόρημα. Η Άννα θα έπρεπε να ήταν το κεντρικό πρόσωπο, όχι ο Καλλέργης» (σ. 246).

Σωστά, «το βιβλίο πήγε στραβά». Δυστυχώς, η εξήγηση περιέχει και την απόλυτη κοινοτοπία –θου, Κύριε, φυλακήν τω στόματί μου– ότι η Άννα είχε κακοποιηθεί από τον πατέρα της.

Ο Σολωμού αμαυρώνει στο τέλος τη δύναμη του μυθιστορήματος να “διδάσκει” αλλά και να προτείνει λύσεις λειτουργώντας ως αντλία διαισθήσεων. Κρίμα, γιατί συνολικά πρόκειται για αξιοπρόσεκτη προσπάθεια. 

— Αιμίλιος Σολωμού, Κράτα την ανάσα σου, Καστανιώτης: 2023, 258 σελίδες, ISBN: 9789600371567, τιμή: €16.00.