Skip to main content
Παρασκευή 11 Οκτωβρίου 2024
Το κόστος της μετριοπάθειας

Σε ρωτάνε ποιος είσαι και αρχίζεις να αραδιάζεις μια ιστορία. Φυσικά και δεν πιστεύεις ότι λες απλώς «μια ιστορία», αλλά «την ιστορία». Εξάλλου, τα θυμάσαι όλα – δεν χωράει αμφιβολία για αυτό. Η καταγωγή σου δηλαδή είναι μια δική σου ιστορία που τη λες πρώτα στον εαυτό σου – πολλές φορές τη στιγμή που την ξεστομίζεις και σε κάποιον τρίτο. Απαιτούνται αρκετά χρόνια μετά το κατώφλι της τυπικής ενηλικίωσης για να φτάσει κανείς στο σημείο, πρώτα να ψιλιάζεται, και σιγά σιγά να πείθεται, ολοένα και περισσότερο, ότι και η δική του ιστορία είναι μια ιστορία των άλλων. Ίσως με αυτό τον ελιγμό μπορεί κανείς να κοιτάξει πιο προσεκτικά αυτό το διαζευκτικό στον τίτλο του μυθιστορήματος. Η «καταγωγή» είναι ένα και το αυτό με τις «ιστορίες των άλλων». Στο σύνολο των άλλων, απλώς, τυγχάνει να βρίσκεσαι κι εσύ, όσο κι αν είσαι πεπεισμένος ότι διαθέτεις μια προνομιακή σχέση με τον εαυτό σου. «Με ξέρω καλά», λες, και καμαρώνεις για τη βαρύτητα της δήλωσής σου, παρά το γεγονός ότι αενάως σε απογοητεύεις και αενάως σε εκπλήσσεις με τον βαθμό της αφέλειας των ιστοριών που έχεις πει – πρωτίστως στον εαυτό σου. Οι συγγραφείς είναι τυχεροί άνθρωποι. Τα συνειδητοποιούν αυτά πιο γρήγορα από τον γενικό πληθυσμό. Είναι, βλέπεις, επαγγελματίες πλιατσικολόγοι – κατ’ ευφημισμόν, διαθέτουν προνομιακή πρόσβαση στη δεξαμενή των ιστοριών των άλλων. Είναι η δουλειά τους να κατασκευάζουν ιστορίες που παρά τις τερατώδεις –στην καλύτερη των περιπτώσεων– επινοήσεις, ενέχουν πάντα τον ίδιο τον συγγραφέα στο επίκεντρό τους. Και ο ίδιος ο συγγραφέας, όπως θα έπρεπε να είναι ήδη κατανοητό, είναι, με τη σειρά του, κατασκευασμένος από «ιστορίες των άλλων». Μύλος. 

Ο Νικόλας Σεβαστάκης (Καρλόβασι, 1964) γράφει ένα μυθιστόρημα ενηλικίωσης για έναν συγγραφέα, τον Άρη Χειμωνίτη. Στο καταληκτικό, πρωτοπρόσωπο κεφάλαιο του βιβλίου, «Αντί επιλόγου», διαβάζουμε: «Σ’ εμένα έτυχε ο δύσκολος κλήρος: να πω την ιστορία που εκείνος δεν θέλησε να αφηγηθεί στα δικά του βιβλία. Και τώρα ακόμα θα ήθελα να τον ρωτήσω τόσα [...], γιατί όσα μου αφηγήθηκε ήταν λειψά, στην προσπάθειά του να κατευθύνει την αφήγηση προς τα εκεί που έκαιγε η ψυχή του ή προς τα εκεί που είχε μισοθάψει τις τύψεις του. Μάλλον το κατάφερε. Πιστεύω πως τετοιοι άνθρωποι έχουν την ικανότητα να ξεγλιστρούν με τις λέξεις, σαν τους αληθινούς ενόχους» (σ. 378).

Μέσα σε αυτό το σύστημα κατόπτρων που έχει κατασκευάσει ο Σεβαστάκης, κομβικό πρόσωπο δεν είναι ακριβώς ο ήρωάς του, ο Άρης, αλλά η μητέρα του, η Δέσποινα Μπουζιάνη, που τυγχάνει να είναι επιμελήτρια λογοτεχνικών κειμένων. Από μία πλευρά –την καλή πλευρά του βιβλίου– ο Σεβαστάκης έχει γράψει ένα μυθιστόρημα ύμνο στο αφανές επάγγελμα του επιμελητή: «[...] μια δουλειά που ο κόσμος δεν θα αντιλαμβανόταν ποτέ πλήρως την ευγενική ουσία της» (σ. 330). Η Μπουζιάνη, που στο μυθιστόρημα είναι αφανής ηρωίδα του αντιδικτατορικού αγώνα, βρίσκει τη θέση της στη λογοτεχνία στην κατεξοχήν θέση λογοτεχνικής αφάνειας. Μία, αν μη τι άλλο, ενδιαφέρουσα αναλογία. 

Η Μπουζιάνη όμως, που αποτυπώνεται με ευκρίνεια να εργάζεται μέσα στην κάπνα των «άπειρων» τσιγάρων της σε ογκώδη μυθιστορήματα καθώς παλεύει να τα συνεφέρει από τις ελλείψεις και τα εγκλήματα κατά της γλώσσας που επιδίδονται συστηματικά οι συγγραφείς, έχει πρώτα και κύρια πραγματοποιήσει την πιο ουσιαστική έκφανση της δουλειάς της –την επιμέλεια– στη δική της ζωή· στη δική της ιστορία. Η Μπουζιάνη είχε φυλακιστεί και είχε βασανιστεί σχεδόν μέχρι θανάτου. Το γεγονός αυτό όμως το έχει αποκρύψει από τον γιο της. Ο Άρης, εκκολαπτόμενος συγγραφέας, όχι μόνο θα προσπαθήσει να ανακαλύψει τι έχει συμβεί, αλλά θα αποπειραθεί να αφηγηθεί τη δική του ιστορία, μέσω του αφηγητή του καταληκτικού πρωτοπρόσωπου κεφαλαίου. 

Η ιστορία αυτή, μέσω γενναίων δόσεων “επιμέλειας”, είναι μια ιστορία μετριοπάθειας. Ποιες είναι οι γενναίες δόσεις "επιμέλειας"; Στον μύθο, εκτός από την Μπουζιάνη, εμφανίζεται και ο Οδυσσέας Αγαθάγγελος, ένας φασίστας που κατέχει κομβικό ρόλο και που παρουσιάζεται, παραδόξως, μετριοπαθής. Πώς; Αφενός είναι ένας “μορφωμένος” φασίστας που διαπνέεται από ένα ιδιότυπο μείγμα μηδενιστικών ιδεών –κάτι όχι απίθανο–, αφετέρου, η Μπουζιάνη, ως φυλακισμένη, τον έχει νικήσει –είχε νικήσει τους βασανιστές της– με το σθένος του χαρακτήρα της. Πώς ακριβώς; Αυτό δεν απαντάται πειστικά, και, κατά συνέπεια, συνιστά δομική αδυναμία του βιβλίου. 

Παραθέτω: «“Έπρεπε να τους κόψω τη φόρα, γιε μου. Να τους δείξω πως η εξουσία τους ήταν ένα πηγάδι όπου θα πνίγονταν αυτοί οι ίδιοι μέσα. Να τους σπάσω τα αρχίδια. [...] Φυσικά κάποια στιγμή συμβιβάστηκες με το γεγονός ότι στο σπίτι μας τα πράγματα ήταν διαφορετικά, μα όταν άνοιγα το στόμα μου, έβλεπα πώς έσκυβες το κεφάλι σου. Και, έπειτα έτρεχες, καημένο, στο δωματιάκι σου και βασανιζόσουν συγκρίνοντάς με με τις μαμάδες των συμμαθητών σου, που δούλευαν σε φοροτεχνικά γραφεία ή κρατούσαν καθαρά, φωτεινά μαγαζάκια με νυχτικά και σλιπάκια”. [...] “Έπρεπε να δεις τις φάτσες τους” συνέχισε η Δέσποινα, “όταν άρχισα να κάνω τη γλωσσοπλάστρια, να ανασύρω από τη μνήμη μου μέχρι και βρισιές της εποχής του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, που τις είχα εντοπίσει σε μια λαογραφική συλλογή. [...] Αχ, πόσο χάρηκα που είδα το αντριλίκι τους να εξανεμίζεται επιτόπου, γιε μου! Δεν είχαν ιδέα τι μεγάλη πέτρα είχε πέσει στα κούφια, βλάχικα κεφάλια τους”» (σσ. 329-330). 

Παραθέτω και ένα απόσπασμα από τη συνάντηση της Μπουζιάνη με τον βασανιστή της: «"Υποκλίνομαι, κυρία μου. Υποκλίνομαι, γιατί όσο και αν λύσσαξαν, ήταν ηλίου φαεινότερον πως έπεσαν σε βράχο. Και ο βράχος ο αδιαπέραστος ήσουν εσύ, Δέσποινα με το όνομα. Σκεφτείτε, εγώ που ήμουν ανέκαθεν βαθιά άθρησκος, και πάντως όχι σαν αυτά τα βόδια που μου φόρτωνε το κόμμα για κατήχηση, το θεώρησα σημαδιακό το όνομα “Δέσποινα”. Και το ακολούθησα το όνομά σας και έκανα ό,τι πίστευα πως έπρεπε να κάνω: τους εγκατέλειψα. [...] Όχι, όμως εγώ δεν θα σας εξαπατήσω. Εγώ, δημοκράτης δεν έγινα, τα έχω εξηγήσει και στον Άρη όλα, ότι δηλαδή, τω όντι, πιστεύω μόνο σε ηρωικές προσωπικότητες, σε όσους αντέχουν τη βία του πλήθους ή των ολίγων, γιατί και οι πολλοί και ο ένας το ίδιο κακό μελετούν για τον άνθρωπο. Και εσείς, Δέσποινα, επιτρέψετε μου, αντέξατε τα προγλωσσικά ανθρωποειδή. Θέλετε δεν θέλετε, λοιπόν, ανήκετε στην αριστοκρατία της άφθαρτης ύλης, στην εκλεκτή ράτσα της ευψυχίας” [...] Και δεν έπαιρνε ανάσα για να μην προφτάσει η Δέσποινα να του γυρίσει την πλάτη με το φευγάτο βήμα της, που εκείνη τη στιγμή τον πλήγωνε πολύ. Γιατί ίσως ήταν αυτή η ευκαιρία του, η στιγμή που είχε φανταστεί σαν αποκαλυπτική ένωση των αντιθέτων, ένα είδος θαύματος» (σσ. 295-296).        

Παρατηρήστε ότι ο Σεβαστάκης, για να βγάλει τη συγκεκριμένη δυναμική τού ήταν απαραίτητο να εξυψώσει μορφωτικά/ηθικά τον Αγαθάγγελο ώστε να κάνει πιστευτή την πιθανότητα να αισθανθεί δέος για την Μπουζιάνη που με τις βωμολοχίες της νίκησε τους βασανιστές της. Ο αναγνώστης όμως προβληματίζεται με αυτό το σθένος της· μένει με την απορία: γιατί δεν παραθέτει ο συγγραφέας κάποιες από αυτές τις ισοπεδωτικές βρισιές «της εποχής του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου» να διαισθανθούμε κι εμείς την ισχύ τους; Θα το πω κομψά: αυτό δεν προσβάλλει μόνο κάθε βασανιστή που σέβεται τον εαυτό του –και είχαμε αρκετούς από δαύτους–, αλλά, πρωτίστως, προσβάλλει τα πραγματικά θύματα του ΕΑΤ-ΕΣΑ. Οφείλω να αναγνωρίσω όμως ότι η ιδιότυπη κατίσχυση της Μπουζιάνη, προσφέρεται και για μια βαθύτερη ανάγνωση που αναγνωρίζει τη δύναμη του λόγου –ακόμη και του υβριστικού– ως ισχυρότερη της σωματικής βίας. Επισημαίνω ότι αν η Μπουζιάνη δεν είχε νικήσει τους βασανιστές της, ο μίτος του μύθου δεν θα μπορούσε να ξεδιπλωθεί. Ο Αγαθάγγελος προσεγγίζει τον γιο της και αρχίζει να τον διαβάλλει ακριβώς επειδή υποτίθεται ότι τελεί υπό ένα ιδιότυπο καθεστώς μιας αντιστροφής της σχέσης «αφέντη-δούλου». Εμμένω σε αυτό γιατί είναι η συγκεκριμένη δυναμική που συνιστά έρεισμα για να χτίσει ο Σεβαστάκης τη βαθύτερη ευεργετική επίδραση της διαλλακτικότητας που υπαινίσσεται η μετριοπάθεια, που ο συγγραφέας προτάσσει στο μυθιστόρημά του.  

Το ότι ο συγγραφέας έχει εναποθέσει λοιπόν μερικά κάτοπτρα, για να απομακρυνθεί από την πηγή των γεγονότων, απλώς πολλαπλασιάζει τον βαθμό ελευθερίας του να “επιμεληθεί” την ιστορία, αλλά δυνητικά και την Ιστορία, κατά το δοκούν. Όταν λοιπόν, μας λέει αυτό το: «Και τώρα ακόμα θα ήθελα να τον ρωτήσω τόσα [...], γιατί όσα μου αφηγήθηκε ήταν λειψά, στην προσπάθειά του να κατευθύνει την αφήγηση προς τα εκεί που έκαιγε η ψυχή του ή προς τα εκεί που είχε μισοθάψει τις τύψεις του. Μάλλον το κατάφερε. Πιστεύω πως τέτοιοι άνθρωποι έχουν την ικανότητα να ξεγλιστρούν με τις λέξεις, σαν τους αληθινούς ενόχους» (σ. 378), ενσταλάζει και στον εαυτό του μια υποψία “ενοχής”. Είναι αυτή η “ενοχή” απότοκος των αντιρρήσεων που διατύπωσα; Αμφιβάλλει κατά βάθος και ο Σεβαστάκης, ως ήρωας του μυθιστορήματος, για τα "λειψά" που του αφηγήθηκε ο Άρης, και για αυτό τοποθετεί αυτή τη σφήνα ανάμεσα σε εκείνον και τον ήρωά του;  

Δεν γνωρίζω τι ακριβώς έχει συμβεί εδώ. Και το λέω αυτό γιατί, αν ξεπεράσουμε το δομικό πρόβλημα που ανέφερα, το μυθιστόρημα κινείται με αξιοπρέπεια και καταφέρνει να αποτυπώσει τη σχέση της Μπουζιάνη με τον γιο της αλλά και την πορεία ενός εκκολαπτόμενου συγγραφέα που πασχίζει να κατέβει κάτω από τη δόκιμη επιφάνεια των συμψηφισμών και να διακρίνει τις βαθύτερες ιστορικές/ιδεολογικές εντάσεις. Διαβάζουμε, για παράδειγμα, τις σκέψεις της Δέσποινας, για τον γιο της: «στο βάθος του μυαλού της είχε εγκατασταθεί η υποψία πως ο γιόκας της κουβαλούσε μια ελαφρώς ανισόρροπη πτυχή μαζί με μια ψυχρότητα αταίριαστη στους παθιασμένους νέους. Γίνεται να γράψει κάτι με ψυχή άνθρωπος που διαχειρίζεται με τόσο αποστασιοποιημένο τρόπο τις καταστάσεις της ζωής του; Ποιους αληθινούς κόσμους μπορούσε να ανακαλύψει για να τους φέρει στο χαρτί;» (σ. 157). 

Οι απορίες της Μπουζιάνη υποστηρίζονται και με ποικίλους φορμαλιστικούς τρόπους έτσι όπως οι διακλαδώσεις του μυθιστορήματος, που ξεδιπλώνεται σε δευτερεύουσες ιστορίες, λειτουργούν και διδακτικά προς τον απώτερο σκοπό προσέγγισης της αλήθειας – μιας τουλάχιστον αλήθειας. Οι διακλαδώσεις αυτές δεν εκτονώνουν μόνο στιγμές έντασης, αλλά λειτουργούν και ως μάθημα μυθιστοριογραφίας προς τον ίδιο τον ήρωα, τον εκκολαπτόμενο συγγραφέα, αλλά και τον αναγνώστη που μαθαίνουν, αμφότεροι, τη στρατηγική της οικονομίας της αφήγησης που πασχίζει να βγάλει το φίδι από την τρύπα με έναν τρόπο που θα προσφέρει συνάμα και απόλαυση, τουλάχιστον στον αναγνώστη. Το κείμενο εμπλέκει και διαπλέκει δόκιμα και όλες εκείνες τις διαβαθμίσεις της πραγματικότητας που για τον καθένα είναι πάντοτε –μέσα στην ισοπεδωτική ομοιότητά τους– και εντελώς διαφορετικές. Μια μετριοπαθής στάση απέναντι στα πράγματα ενέχει στον πυρήνα της έναν ιδεατό κοινό τόπο, μια κοινή θέση, αλλά και τη δυνατότητα για μια ετερόδοξη ματιά, μια ματιά στις «ιστορίες των άλλων», που, έτσι διατείνεται ο μετριοπαθής, αμβλύνει την αδιαλλαξία και προάγει τον διάλογο και πιθανώς την πρόοδο. Ενώ κάποιος μπορεί ιδεολογικά/πολιτικά να αμφισβητήσει τη συγκεκριμένη θέση, μυθιστορηματικά δεν βλέπω γιατί δεν μπορεί να σταθεί. Αναφέρω ενδεικτικά ότι το παρελθόν της Δέσποινας Μπουζιάνη στέκεται αντιστικτικά προς το παρελθόν της ζωής των γονέων της Νεφέλης, φιλενάδας του ήρωα. Από τη μια, έχουμε τη στάση μιας γυναίκας που επέλεξε να αντισταθεί στα χρόνια της δικτατορίας και από την άλλη, τη μητέρα της Νεφέλης που «μάλιστα είχε διοριστεί νεότατη στο Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο» (σ. 244). Από τη μια, στέκεται λοιπόν μια γυναίκα ηρωίδα, και όπως λέει το στερεότυπο: «Οι ήρωες προχωρούν στα σκοτεινά, οι ήρωες δεν μιλούν για το εγώ τους, οι ήρωες περνούν συχνά απαρατήρητοι [...]"»(σ. 180), και από την άλλη, μια γυναίκα που έχει κληροδοτήσει στην κόρη της μικροαστικές απόψεις όπως: «[...] στη ζωή όσα μπορεί να σε κάνουν σχετικά ασφαλή: όχι κατ' ανάγκη ευτυχισμένο, αλλά ασφαλή, "να έχεις, ρε παιδί μου, τον ρυθμό σου" ή "να μπορείς πια να βαριέσαι κι εσύ με την ησυχία σου, όπως οι άλλοι» (σ. 245). Το ενδιαφέρον εδώ, μέσα από αυτή την αντίστιξη, δεν εντοπίζεται στα πιθανά άκρα, που προφανώς κομίζουν ό,τι κομίζουν, αλλά στη βαθύτερη σημασία, στο πλαίσιο της  φιλελεύθερης αστικής δημοκρατίας, του τρόπου με τον οποίο συνυπάρχουν δόκιμα όλες αυτές οι αντιθέσεις. Στον τρόπο που η επιφάνεια της καθημερινότητας εγκολπώνεται κάθε ξεχωριστή προσωπικότητα σε μια λειτουργική συνθήκη που συγκαλύπτει, στρογγυλοποιεί και ισορροπεί, ενίοτε με χαρακτηριστική αδιαφορία, τις βαθύτερες αλήθειες πίσω από προφάσεις, δικαιολογίες και θεατρινισμούς. Ο πατέρας του Άρη, αρχιτέκτονας, προσφέρει, για παράδειγμα, τη δική του ματιά σε αυτή την επιφάνεια: «Οι άνθρωποι σαν προεκτάσεις του κτισμένου κόσμου – στην κυριολεξία όμως. Οι ίδιοι οι άνθρωποι γίνονταν οικήματα, ερείπια, μνημεία, ασήμαντες στέρνες ή κρυφά αποθηκάκια· γεννιόνταν και πέθαιναν χτίζοντας τον κόσμο τους, και ο ίδιος κόσμος τούς στέγαζε και τους προφύλασσε από τις θύελλες της εξωτερικής ζωής" (σ. 255). 

Το μυθιστόρημα ζητά λοιπόν από τον αναγνώστη να παραβλέψει μια κομβική αδυναμία. Μια βασική ελαττωματική προκείμενη που, πολύ φοβάμαι, όταν την εντοπίσει κανείς δύσκολα μπορεί να κοιτάξει μετά με την απαραίτητη αναστολή δυσπιστίας τα τεκταινόμενα που λαμβάνουν χώρα στο δουλεμένο και φροντισμένο κείμενο. Ο Σεβαστάκης, για να κλείσω με μια αναφορά, ξανά, στις «ιστορίες των άλλων» που άνοιξαν το κείμενο, δυσκολεύεται να κοιτάξει εαυτόν από απόσταση. Ο συγγραφέας δεν είναι μόνο κάποιος που χαίρει προνομιακής πρόσβασης στις ιστορίες των άλλων, αλλά και εκείνος που θέτει μια σφήνα ανάμεσα στο κείμενο και τον εαυτό του –όπως διατείνεται ότι κάνει ο Σεβαστάκης στο καταληκτικό κεφάλαιο– που του επιτρέπει να βλέπει με άλλο μάτι τα δικά του κατασκευάσματα, σχεδόν ταυτοχρόνως με την κατασκευή τους. Και η δυνατότητα αυτή στέκει πολύ κοντά στην ετερόδοξη ματιά που συνιστούν οι «ιστορίες των άλλων», που, όπως ανέφερα, βρίσκεται στην καρδιά της μετριοπάθειας που ευαγγελίζεται το μυθιστόρημα. Ο Σεβαστάκης, στην επιμονή του να παραγάγει ένα έργο μυθοπλασίας που θα συνεισφέρει στην υπέρβαση της διχαστικής/τοξικής λογικής και της έννοιας της συνοπτικής καταδίκης που ομολογουμένως μας κατατρύχει, παραβλέπει αυτό το βλέμμα. Η ετερόδοξη ματιά, για να κάνει πλήρη κύκλο, δεν πρέπει να ενέχει μόνο το βλέμμα μας στις θέσεις του άλλου, αλλά και το βλέμμα του άλλου στις δικές μας θέσεις. 

Και ο ίδιος ο συγγραφέας, όπως θα έπρεπε να είναι ήδη κατανοητό, είναι, με τη σειρά του, κατασκευασμένος από «ιστορίες των άλλων». 

— Νικόλας Σεβαστάκης, Καταγωγή ή οι ιστορίες των άλλων, Πατάκη: 2023, 384 σελίδες, ISBN: 9786180705058, τιμή: €18,80.

EDIT: Το κείμενο, κατόπιν επικοινωνίας με τον συγγραφέα, αναθεωρήθηκε στο σημείο όπου ο Οδυσσέας Αγαθάγγελος παρουσιαζόταν ως βασανιστής της Δέσποινας Μπουζιάνη. Ο Αγαθάγγελος ήταν άτυπος "καθοδηγητής" των βασανιστών και όχι βασανιστής ο ίδιος.