Skip to main content
Πέμπτη 18 Απριλίου 2024
Κοτόσουπα

Το Είδες να μαδάνε την κότα δεν γνωρίζουμε τι ακριβώς είναι. Εξηγούμαι: ο εκδότης το χαρακτηρίζει λογοτεχνία, «σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία». Η Ακαδημία Αθηνών (Ίδρυμα Κώστα & Ελένης Ουράνη) του απένειμε το «Βραβείο Αφηγηματικού Πεζού Λόγου» για το 2021. Ο ίδιος ο συγγραφέας, που στο εσώφυλλο διαβάζουμε ότι επιδίδεται στη «βιωματική λογοτεχνία», το τοποθετεί κάπου στο μη μυθοπλαστικό μυθιστόρημα όταν μας επισημαίνει σε σημείωμά του στο τέλος του βιβλίου ότι βασίστηκε στο αρχείο του πατέρα του αλλά και στις μαρτυρίες συγκεκριμένων προσώπων που έζησαν από πρώτο χέρι πολλά από τα περιστατικά που εξιστορούνται. Όταν λοιπόν γράφει «[...] επιχείρησα να ζωντανέψω τον χώρο, τον χρόνο και μια σειρά από δραματικά γεγονότα του περασμένου αιώνα, στη δίνη των οποίων στροβιλίστηκαν οι γονείς μου και η ευρύτερη οικογένειά μου» (σ. 419), νομίζω ότι δεν γίνεται να διαβάσουμε το βιβλίο του ως κάτι άλλο εκτός από μυθιστόρημα, μη μυθοπλαστικό μεν, αλλά παρόλα αυτά μυθιστόρημα. Όσον αφορά αυτό το «βιωματική λογοτεχνία», δεν γνωρίζω τι ακριβώς είναι αλλά δεν έχει και τόση σημασία. 

Ως μυθιστόρημα λοιπόν, το βιβλίο νοσεί για παραπάνω από έναν λόγους. Ο Δενδρινός επουδενί δεν ξεφεύγει από μια αφήγηση που βρίθει στερεοτύπων· μια αφήγηση που δεν καταφέρνει να ξεφύγει από το επίπεδο απλής παράθεσης «ιστορικών» γεγονότων. Θα δώσω μερικά παραδείγματα για να πάρετε μια ιδέα: 

«Για τα δύο παιδιά, ήταν η σταγόνα που έκανε το ποτήρι να ξεχειλίσει. Έτσι κι αλλιώς, είχε έρθει η ώρα να ανοίξουν τα φτερά τους» (σ. 62).

«Ο αδελφός της Στάμως Δενδρινού, ο Παναγάγγελος Χαροκόπος, γεννήθηκε το 1892 στην Πλαγιά. Φαίνεται ότι όταν ο Θεός έπλαθε τη ζύμη του είχε μεγάλα κέφια» (σ. 65).

«Σκέφτηκε και την άδικη κατάρα που δέρνει τον κόσμο. Σε τι άραγε προχώρησε ο άνθρωπος εδώ και χιλιάδες χρόνια; Τότε σκότωνε ο ένας τον άλλο γιατί πεινούσε. Τώρα σκοτώνει και χωρίς να πεινάει» (σ. 108). 

«Είχε γυρίσει τη μισή Αλβανία. Μπήκε πολλές φορές στη φωτιά. Μοράβα, Κορυτσά, Τόμορος, Γκούρι Πρερ και Κούτσι. Εκατοντάδες οβίδες έσκασαν δίπλα του. Κι όμως, εκεί που κινδύνεψε περισσότερο να σκοτωθεί ήταν λίγα μόνο βήματα μακριά απ’ το δικό του σπίτι» (203). 

Είναι νομίζω παραπάνω από κατανοητό τι εννοώ όταν λέω ότι το βιβλίο βρίθει στερεοτύπων. Και να αναλογιστεί κάποιος ότι στο οπισθόφυλλο διαβάζουμε αποσπάσματα διθυραμβικών κριτικών πρωτοκλασάτων ιστορικών «[...] στα χέρια ενός προικισμένου αφηγητή, η “μικρή ιστορία” μετατρέπεται σε ένα συναρπαστικό αφήγημα [...]» γράφει ο Στάθης Καλύβας, ενώ η Ελισάβετ Κοτζιά, μας λέει ότι ο Δενδρινός «[...] γράφει με ευαισθησία, χιούμορ και μια γλώσσα που αναπτύσσεται πολύτροπα· μια γλώσσα που είναι πλαστική, πολύχρωμη, χυμώδης», και ειλικρινά αναρωτιέμαι αν όλοι διαβάσαμε το ίδιο βιβλίο. Εντυπωσιάζομαι που η Κοτζιά αναφέρει το χιούμορ, γιατί ο Δενδρινός δεν διαθέτει χιούμορ· μπορεί ίσως να προσπαθεί αλλά το χιούμορ του είναι και αυτό χαρακτηριστικά στερεοτυπικό.

Ας προχωρήσουμε όμως στα ενδότερα και πιο σημαντικά και ας κοιτάξουμε λίγο τον βασικό ήρωα του Δενδρινού, τον πατέρα του, τον Κώστα Δενδρινό. Ο Κώστας θα μπορούσε να αναδειχθεί σε μια στιβαρή μυθιστορηματική περσόνα καθότι διαθέτει κάτι αγνό και συνάμα δαιμόνιο, έτσι όπως αφήνεται από τη μια να παρασυρθεί από την ιδεολογία του ΕΑΜ, αλλά, από την άλλη, αποφασίζει να διαχωρίσει τη θέση του και να αποχωρήσει όταν συνειδητοποιεί τι ακριβώς διακυβεύεται και πώς η ιδεολογία παραγκωνίζεται για να κυριαρχήσει το μίσος για τον αδελφό και τον γείτονα. Οι μυθιστορηματικές αρετές με τις οποίες θα μπορούσε να τον προικίσει ο συγγραφέας, τελικά όμως φιμώνονται και ο Κώστας παραμένει ως χαρακτήρας επίπεδος και ακατανόητος (όχι αινιγματικός, που θα συνιστούσε αρετή, αλλά ακατανόητος). Και βέβαια, το εγχείρημα είναι εξαιρετικά δύσκολο γιατί ο Δενδρινός αποπειράται να γράψει μυθιστόρημα για τον πατέρα του που, όπως διατείνεται, του είχε αποκρύψει μια ολόκληρη περίοδο της ζωής του (της ένταξής του στο ΕΑΜ). Και μπορεί αυτή να είναι μια ιδανική συνθήκη, ένα εν δυνάμει συγγραφικό δώρο, τόσο για τη διερεύνηση του ψυχισμού τού ήρωα όσο και για μια βαθύτερη εξέταση του ίδιου του συγγραφέα, αλλά, πολύ σύντομα συνειδητοποιούμε ότι ο συγγραφέας δεν έχει τέτοιες ανησυχίες· δεν επιθυμεί να εκμεταλλευτεί το δώρο του. 

Ο Δενδρινός, στις πρώτες σελίδες του βιβλίου, το 1971, μεσούσης της δικτατορίας αμολάει τη βόμβα της ανακάλυψης του ΕΑΜικού παρελθόντος του πατέρα του, το αποσιωποιεί σε δέκα γραμμές με την πρόφαση ότι ο πατέρας του απέφυγε να του μιλήσει ξανά γι’ αυτό όσο ήταν εν ζωή, και μετά, με την ησυχία του, μετά τον θάνατο του πατέρα του και αφού ανακαλύπτει το αρχείο του, αρχίζει να διηγείται την ιστορία που διαβάζουμε. Είναι εντυπωσιακό πόσο ανάλαφρα περιδιαβαίνει ο συγγραφέας αυτή τη βασική συνθήκη της απόκρυψης που θα έπρεπε να συνιστά καίριο τραύμα στον ψυχισμό τόσο του πατέρα του όσο και του ιδίου. Εμμένω σε αυτό τον ελιγμό γιατί είναι ενδεικτικός του τρόπου που ο Δενδρινός επιλέγει να διαχειριστεί το υλικό του. 

Ο Δενδρινός, στο «Σημείωμα του Συγγραφέα» που βρίσκεται στο τέλος του βιβλίου μάς ενημερώνει ότι «όσα απ’ τα γεγονότα που περιγράφω δεν περιέχονται στο αρχειακό υλικό του πατέρα μου, μου εξιστορήθηκαν από δύο τουλάχιστον συγγενείς ή συντοπίτες των ηρώων» (σ. 419). Προσέξτε ότι ο συγγραφέας δεν λέει «μου εξιστορήθηκαν από έναν συγγενή ή συντοπίτη των ηρώων» αλλά «δύο τουλάχιστον». Ο Δενδρινός πιάνεται από το αρχείο του πατέρα του αλλά και από αυτές τις «διασταυρωμένες» μαρτυρίες και πιστεύει ότι μας εξιστορεί αλήθειες – πράγμα που κάλλιστα μπορεί να συμβαίνει. Και το πρόβλημα του βιβλίου εντοπίζεται τελικά σε αυτή την εμμονή του. Επειδή δηλαδή πεποίθηση του είναι ότι πραγματεύεται «αλήθειες», τις αφήνει να μιλήσουν “μόνες τους” χωρίς να συνειδητοποιεί την άτυπη μυθιστορηματική αρχή που συνοψίζεται στην κομβική ιδέα ότι τελικά, στο μυθιστόρημα, δεν μας ενδιαφέρει κάτι επειδή έγινε, αλλά, εντελώς αντίθετα, ακριβώς επειδή δεν έγινε ποτέ –για να παραφράσω τα λόγια του Βασίλη Βασιλικού στο Γλαύκος Θρασάκης. «Γιατί, ρε διάολε;» θα ρωτήσει κάποιος. Γιατί ο χαρακτήρας ενός ανθρώπου σε σχέση με το ιστορικό γίγνεσθαι μιας εποχής συνιστά κατασκεύασμα το οποίο παραμένει ανοιχτό σε αναρίθμητες αναγνώσεις και ερμηνείες που, κάθε φορά, δύνανται να εξυπηρετούν διαφορετικούς σκοπούς: πολιτικούς, ιδεολογικούς, διδακτικούς, αλλά και, για τον σκοπό που μας ενδιαφέρει εδώ, μυθοπλαστικούς. Και αυτό είναι ένα μάθημα που με κόπο το μαθαίνουμε από τα μυθιστορήματα. Τον Δενδρινό, επαναλαμβάνω, δεν μπορούμε να τον διαβάσουμε παρά ως μυθιστοριογράφο.       

Ο Κώστας παραμένει έτσι ένας άγνωστος, ένα μαύρο κουτί που ο μηχανισμός λήψης καθοριστικών αποφάσεων της ζωής του παραμένει ερμητικά κλειστός και το μόνο που φτάνει στον αναγνώστη είναι οι πράξεις του ως αντιδράσεις στον καταιγισμό γεγονότων που οδηγούν την πλοκή. Είμαι σίγουρος ότι κάποιοι δεν καταλαβαίνουν ποιο ακριβώς είναι το πρόβλημα. Ο Δενδρινός θέλει απλώς να πει μια ιστορία – το παραμύθι του. Αυτό που δεν συνειδητοποιεί όμως όποιος δεν διακρίνει το πρόβλημα είναι ότι δεν υπάρχει τρόπος να αποφύγει ο συγγραφέας να μιλήσει για τα βαθύτερα κίνητρα του πατέρα του και παράλληλα η ιστορία του να στέκει με αξιώσεις. Ο Δενδρινός, ορμώμενος από το αρχείο του πατέρα του και τις μαρτυρίες συντοπιτών και συγγενών αφήνεται σε μια επιφανειακή εξιστόρηση διαδοχής γεγονότων. Δείτε όμως ότι ακόμη και αυτή η συνθήκη δεν απαλλάσσει τον συγγραφέα από τις απαιτήσεις του μυθιστορήματος.

Θα αναφέρω ένα καθοριστικό περιστατικό που λαμβάνει χώρα το καλοκαίρι του ’44 όταν απόσπασμα του ΕΛΑΣ από την Κεφαλλονιά αποφασίζει να επιτεθεί στη «φασιστική Λευκάδα» για μια επιχείρηση εκκαθάρισης των «αντιδραστικών και των γερμανοράλληδων». Ο Κώστας, που είναι φυσικά παρών στον σχεδιασμό αυτής της επιχείρησης και αποφασίζεται να ηγηθεί κάποιων εφέδρων, τελικά, με έναν ελιγμό από πλευράς της μητέρας του, που βάζοντας κρυφά σαπούνι στο στόμα της παριστάνει ότι παθαίνει εγκεφαλικό, καταφέρνει να μείνει εκτός της επιχείρησης αυτής που θα συνιστούσε και το βάπτισμα πυρός για εκείνον υπό την σκέπη του ΕΛΑΣ. Η επιχείρηση αυτή που αποφασίζεται σε κλίμα μεγάλης φόρτισης γλιτώνει τον Κώστα από το βάρος της συμμετοχής του σε κάτι τόσο ειδεχθές. Το πρόβλημα με το περιστατικό (σελ. 234-239) είναι ότι ο Κώστας όχι μόνο παρουσιάζεται να συνειδητοποιεί τότε ότι «ολόκληρο το οικοδόμημα της Αντίστασης του φάνηκε ξαφνικά σαθρό και κατώτερο των προσδοκιών του», όχι μόνο ότι «έπρεπε πάση θυσία να απεμπλακεί», αλλά και ότι τελικά αποδεσμεύεται από το να λάβει μέρος στην καθοριστική επίθεση γιατί κλονίζεται, δήθεν σοβαρά, η υγεία της μητέρας του. Η ευκολία με την οποία ο Δενδρινός φροντίζει ο ήρωάς του να διαχωρίσει τη θέση του και τελικά να αποφύγει να λάβει μέρος στην καθοριστική για τη μετέπειτα “αθωότητά” του επιχείρηση δείχνει την προχειρότητα με την οποία διαχειρίζεται ο συγγραφέας την έννοια «πλοκή». Και εδώ θαρρώ γίνεται πιο κατανοητό και αυτό που ανέφερα παραπάνω, ότι στο μυθιστόρημα μας ενδιαφέρει περισσότερο αυτό που δεν έχει συμβεί από αυτό που έχει συμβεί. Αν το περιστατικό είναι πραγματικό –και εύκολα μπορώ να φανταστώ τον Δενδρινό να το υπερασπίζει– τότε, θα έπρεπε ως συγγραφέας να διακρίνει πόσο απλοϊκή φαντάζει η «αλήθεια» και να φροντίσει να την εμπλουτίσει με πιο στιβαρές μυθοπλαστικές αντιστηρίξεις. Με άλλα λόγια, το να αντιτάξει κάποιος «μα έτσι έγινε στην πραγματικότητα» συνιστά εφηβικό επιχείρημα που δεν στέκει στο πλαίσιο του μυθιστορήματος. Η αλήθεια δεν δύναται να στέκει εμπόδιο στο πώς διαχειρίζεται ο συγγραφέας τους ήρωές του (ναι, ακόμα και σε μη μυθοπλαστικό μυθιστόρημα), και όχι επειδή αυτό αντηχεί το «never let truth stand in the way of a good story», αλλά γιατί αυτό που εν τέλει αξιολογείται είναι τι διαβάζει ο αναγνώστης και σε τι ευκολίες καταφεύγει ο συγγραφέας για να υποστηρίξει και να κατευθύνει τον ήρωά του.           

Είναι αξιοσημείωτο ότι ακόμα και όταν ο συγγραφέας αποπειράται να ενσταλάξει σκώμμα ή κάτι πιο ανάλαφρο ως αντίβαρο στις φρικωδίες του εμφυλίου, αυτά έρχονται βεβιασμένα και φαντάζουν παράταιρα και ξένα προς τους χαρακτήρες που τα κομίζουν, γιατί αυτοί υπονομεύονται διαρκώς από τις στείρες αφηγηματικές επιλογές του συγγραφέα που, πέρα από τη στερεοτυπική φόρμα τους, αδυνατούν να ξύσουν την επιφάνεια των πραγμάτων και να προσδώσουν στο κείμενο τον χαρακτήρα μυθιστορήματος. Ο Δενδρινός, για να το πω απλά, στερείται μυθοπλαστικών ικανοτήτων. Στερείται τη δυνατότητα, τουλάχιστον στο συγκεκριμένο βιβλίο, να συγκεράσει επιτυχώς το ασυνήθιστο με το καθημερινό, το κατ’ εξαίρεση με το προφανές, και να τα οργανώσει σε αρμονική αντιστικτικότητα που θα έκανε τον αναγνώστη να αφεθεί στα θέλγητρα γνήσιας αφηγηματικής δεινότητας. Ο Δενδρινός δεν καταφέρνει, ενώ όλα τα στοιχεία βρίσκονται στη θέση τους, να μας δείξει πώς ο Κώστας θα μπορούσε να κεφαλαιοποιήσει την ιστορική περιπέτεια/αλήθεια που έζησε ώστε να τη μεταμορφώσει από απρόσωπο γεγονός σε προσωπικό βίωμα (άραγε αυτό εννοεί ο συγγραφέας με το «βιωματική λογοτεχνία»;). Ο Κώστας, έτσι, εμφανίζεται ως ένας ευφυής άνθρωπος που όμως αδυνατεί να συγκεράσει στην προσωπικότητά του κάτι πέρα από τη στεγνή δυαδικότητα καλού κακού. Ο αναγνώστης αρκείται να κουνάει συγκαταβατικά το κεφάλι του ενώ νιώθει όπως όταν του διηγείται κάποιος συγγενής (κάποιος μη επαγγελματίας) μια ιστορία από το παρελθόν του. Νιώθει ότι αυτό που του λένε είναι κάτι άξιο λόγου, αλλά, ταυτόχρονα, και κάτι που αξιακά υποβιβάζεται και ευτελίζεται, επειδή ο αφηγητής δεν δύναται να του το μεταφέρει όπως ίσως θα μπορούσε κάποιος άλλος πιο χαρισματικός. Δεν χρειάζεται να καταφύγουμε σε συγκρίσεις με τους κλασικούς του είδους: τον Βαλτινό («Κάθοδος των Εννιά», «Ορθοκωστά») ή τον Αλεξάνδρου («Το Κιβώτιο»), για να συνειδητοποιήσουμε τη χαοτική διαφορά κλάσης· αρκεί και η περίπτωση του Ηλία Μαγκλίνη, που μας έδωσε ένα εξαιρετικό μυθιστόρημα για τον εμφύλιο («Είμαι όσα έχω Ξεχάσει», Μεταίχμιο 2019) με βάση το δικό του οικογενειακό σκηνικό (πατέρα, παππού), για να καταλάβει κανείς ότι το πόνημα Δενδρινού είναι μια ελάσσονος σημασίας προσπάθεια. 

Θα τελειώσω με μια πιο γενική παρατήρηση. Το Είδες να μαδάνε την κότα χαρακτηρίζεται και από μια κάπως πιο υποχθόνια λογική που έχει να κάνει με το ότι διαβάζουμε την «ιστορία μιας οικογένειας και ενός αιώνα», όπως είναι και ο υπότιτλος του έργου, που είναι γραμμένη από τους νικητές. Και χαρακτηρίζω «υποχθόνια» τη λογική γιατί ο Κώστας, τελικά, εμφανίζεται ως ένας βαθιά συντηρητικός χαρακτήρας που σε κομβικά σημεία της πορείας του γίνεται παραπάνω από εμφανές ότι το όνειρό του συνοψίζεται στην επιστροφή στη γυναίκα που αγαπούσε και στην επιθυμία του να την παντρευτεί. «Απλώς προσευχόταν να τελειώσει γρήγορα όλη αυτή η συμφορά [ο εμφύλιος] και να μπορέσει να ξεκινήσει την ευτυχισμένη ζωή που φανταζότανε μαζί με το Ρενάκι του» (326). Για να μην παρεξηγηθώ, δεν υπάρχει τίποτα αρνητικό σε αυτή του την επιθυμία· το πρόβλημα εντοπίζεται στο πώς παρουσιάζεται αυτό από τον Δενδρινό. Ο Κώστας, στο κατεξοχήν αμφίσημο σκηνικό του Εμφυλίου δεν δύναται να επιδείξει στην παλέτα των αντιδράσεών του διαβαθμίσεις αποχρώσεων πέραν του ασπρόμαυρου (τη δυαδικότητα καλού κακού). Σημειώνω επίσης και πόσο βαθιά συντηρητική είναι η ειδυλλιακή σκιαγράφηση της ζωής στο στρατόπεδο, στη Σχολή Μηχανικού στο Λουτράκι, όπου και καταλήγει να υπηρετεί ο Κώστας μετά την αποχώρησή του από τον ΕΛΑΣ, τα χρόνια πριν την απόλυσή του ως «ελαφρώς εθνικόφρων». Ο διοικητής του, που σχεδόν τον διατάζει να αποκαταστήσει επιτέλους «το Ρενάκι» και γίνεται κουμπάρος του, οι χοροεσπερίδες για τις οποίες ήταν υπεύθυνος ως σκαμπρόζος κονφερασιέ, τα ανέκδοτα με την επίσκεψη του βασιλιά· όλα αυτά χρωματίζουν την πλευρά των νικητών με έναν αέρα παρεΐστικης ανεμελιάς που δεν φαντάζει μόνο ασφυκτικά μικροαστικός αλλά και απλοϊκός. 

Για να αποφευχθούν παρανοήσεις: δεν προπαγανδίζω καμιά επανάσταση ούτε τρέφω αυταπάτες ότι ο Δενδρινός εν έτει 2021 θα έγραφε ένα βιβλίο που θα άφηνε ποτέ τέτοια υπονοούμενα. Η ιστορία, ας το θυμόμαστε αυτό, έτσι όπως τεκμαίρεται, ισορροπεί ανάμεσα στην πάγια θέση που αναφέρεται στα ψέματα των νικητών αλλά και στην αντίθεσή της που αναφέρεται στις αυταπάτες των ηττημένων. Και αυτή είναι μια διαλεκτική θέση/σύνθεση που ένα μυθιστόρημα αξιώσεων θα έπρεπε να την προασπίζει με σθένος και όχι να αφήνει, υποχθόνια, να εννοηθεί ότι τελικά δεν υπήρχε άλλη εναλλακτική. Η σχέση αριστεράς δεξιάς μπορεί να μην καταφέρνει να μετουσιωθεί σε αυτό που συχνά ευαγγελίζονται οι λογοτέχνες όταν αναφέρονται στην ομιχλώδη έννοια της «εθνικής συμφιλίωσης» αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν βιώνουμε μια πλήρως λειτουργική σχέση μεταξύ των δύο πλευρών: μια σχέση πέρα ως πέρα αυθεντική, πολυσήμαντη, λεπτομερέστατων αποχρώσεων που είναι επιτακτικό, αν θέλουμε λογοτεχνία αξιώσεων, να σκιαγραφείται μυθιστορηματικά.

 

— Γιώργος Δενδρινός, Είδες να μαδάνε την κότα, Πατάκης 2021, σελ. 424, τιμή: € 19.90, ISBN: 9789601687476.