Skip to main content
Σάββατο 14 Δεκεμβρίου 2024
«Μένω με κάποιον»

«Γιατί ένας χάρτης είναι ένα από τα ερεθίσματα που συντηρεί τις δημιουργικές δυνάμεις του μυαλού μας. Ο χάρτης είναι κάτι παραπάνω από αυτό που δείχνει. [...] Κάποτε του αποδίδω τη σημασία του προορισμού, του τρόπου να φτάσεις σ’ αυτόν, ή να μη φτάσεις ποτέ, την προσπάθεια να τον προσεγγίσεις διαλέγοντας την πιο σύντομη διαδρομή ή εξερευνώντας, αποτυπώνοντας μια άλλη, διασχίζοντας μεγαλύτερη απόσταση για λόγους που δεν είναι τυχαίοι, αποφασίζοντας να τον παρακάμψεις, να τον αποφύγεις, να μη θες να τον δεις ούτε ζωγραφιστό. Γιατί οι χάρτες είναι, ας πούμε, οι γραφικές απεικονίσεις της σχέσης με αυτό που δηλώνεται ως τόπος και φτάνει να ορίζει τον χρόνο μας από τη στιγμή που θέλουμε να φτάσουμε μέχρι τη στιγμή που θέλουμε να επιστρέψουμε ή να προχωρήσουμε στον επόμενο του ταξιδιού μας σταθμό» (σ. 53). 

Ο αφηγητής, ένας εμμονικός μελετητής της ζωής και του έργου του Νίκου Σκαλκώτα θα χρησιμοποιήσει τον γνωστό συνθέτη ως αφορμή για να κατασκευάσει έναν χάρτη. Δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι ο αφηγητής θα χρησιμοποιήσει τον Σκαλκώτα ως χάρτη. Θα απομονωθεί, σε κάποιο σημείο θα εμφανιστεί και σαν δολοπλόκος στην προσπάθειά του να διώξει τους γείτονές του για να καρπωθεί το άδειο διαμέρισμά τους, και θα αντισταθεί ακόμα και στις παρεμβάσεις όλων αυτών που «[...] υπονομεύουν τις αλλαγές, κυνηγούν τους παραχαράκτες της συνήθειας» (σ. 48). Το 2019, ο Νίκος Σκαλκώτας θα αρχίσει να εμφανίζεται στο αθηναϊκό διαμέρισμα του μυστηριώδη και μοναχικού άνδρα. Τι είδους χάρτη όμως συνιστά ο Σκαλκώτας; Ο αφηγητής, λίγο μετά τα λόγια για τη σημασία του χάρτη που διαβάσατε στην αρχή, θα μιλήσει για το νόημα του δικού του εγχειρήματος: «[...] να ζω σε μια δική μου κατασκευή απεικόνισης του κόσμου που μοιραζόμουνα μ’ εσένα» (σ. 54). Ο Συγκάτοικος, είναι λοιπόν η κατάδυση σε αυτόν τον κατασκευασμένο κόσμο που θα αποπειραθεί να εξερευνήσει ο αφηγητής. «Χρειαζόμαστε τον χάρτη όσο εκείνος εμάς» (σ. 53) θα πει για να μας βοηθήσει να συνειδητοποιήσουμε την αμφίδρομη συνθήκη αυτής της σχέσης: ο Σκαλκώτας/χάρτης έχει δηλαδή κι εκείνος ανάγκη να κατασκευαστεί από τον αφηγητή με τον ίδιο τρόπο που έχει και ο αφηγητής ανάγκη να κατασκευαστεί και να καθοδηγηθεί από εκείνον. 

Αν όμως κάποιος μπορεί εύκολα να διακρίνει γιατί ο αφηγητής σαγηνεύεται και επιλέγει ως πρόσωπο με το οποίο θα συγκατοικήσει, στο πλαίσιο του μυθιστορήματος, τον Νίκο Σκαλκώτα, δεν συμβαίνει το ίδιο, τουλάχιστον δεν συμβαίνει αμέσως, και με το αντίστροφο. Γιατί ο Σκαλκώτας, τρόπον τινά, επιλέγει τον συγκεκριμένο αφηγητή; «Γιατί όχι ένας από τους αγαπημένους μου γραφιάδες;» (σ. 17) θα διερωτηθεί εύλογα και ο ίδιος ο αφηγητής. Ο Βασίλης Τσιμπούκης (Αθήνα, 1958), στην πρώτη του εμφάνιση ως μυθιστοριογράφος, συνθέτει ένα εντυπωσιακό ανάγνωσμα που από πλευράς γλώσσας, ύφους, και τρόπου διαχείρισης του υλικού που επιλέγει, καταφέρνει να παρασύρει τον αναγνώστη. Το κείμενο δεν καταφεύγει σε διευκολύνσεις και μελοδραματισμούς· δεν αναλώνεται σε ακκισμούς και περιττές φλυαρίες. Ο συγγραφέας, εδώ, φαίνεται ότι έχει δουλέψει μεθοδικά και κοπιαστικά: «Φτάνει που ήσουν ευχαριστημένος από την ενορχήστρωση του πρώτου μέρους της 2ης Συμφωνικής Σουίτας. Έπεσες να κοιμηθείς και ανάκατα είχες στο μυαλό σου πως είχε ακόμη τρία μέρη και δεν έπαιρνε άλλο, έπρεπε να φύγει από πάνω σου. Εκεί με κλειστά τα μάτια. Το ξέρω το τρενάκι με τις τελευταίες σκέψεις» (σ. 41, δική μου έμφαση) θα πει ο αφηγητής σαν να αντηχεί και τη βάσανο του ίδιου του Τσιμπούκη. Το ερώτημα όμως παραμένει αναπάντητο: γιατί ο Σκαλκώτας επισκέπτεται τον συγκεκριμένο ήρωα; Ποια στοιχεία της ζωής και του χαρακτήρα του τον κάνουν να εμφανίζεται συγκεκριμένα σε αυτόν; Αρκεί δηλαδή το έστω και εμμονικό ενδιαφέρον του αφηγητή για τη ζωή του Σκαλκώτα; Επιπροσθέτως, το ενδιαφέρον αυτό δεν φανερώνει, παρά τις δηλώσεις του αφηγητή για το πάθος του με το έργο του συνθέτη, μουσικό ενδιαφέρον ή τουλάχιστον δεν φανερώνει πρωτίστως μουσικό ενδιαφέρον. Η ιστορία που διαβάζουμε, παρά τους τίτλους των κεφαλαίων που αντλούνται από τον χώρο της μουσικής, επικεντρώνεται στον Σκαλκώτα ως άνθρωπο. Κατανοώ ότι πιθανώς, ακριβώς επειδή η έμφαση στο μυθιστόρημα δεν συνίσταται σε εκφάνσεις της μουσικής διάνοιας του Σκαλκώτα, για αυτό και προσδίδεται στο κείμενο, με την επιλογή των τίτλων των κεφαλαίων, μια, ας την πω, “μουσικολογική” διάσταση. Ο αφηγητής λοιπόν, που δεν είναι καν μουσικός –αν και προς το τέλος διατείνεται ότι θα επιθυμούσε να γίνει λιμπρετίστας μιας χαμένης όπερας του Σκαλκώτα– γιατί, τελικά, επιλέγεται από τον Σκαλκώτα; Ελπίζω να γίνεται κατανοητό ότι ο συγγραφέας, μέσα στη λογική του μυθιστορήματος, οφείλει να προσφέρει απαντήσεις και να μην αυθαιρετεί. «Η αυθαιρεσία κρίνεται από το αποτέλεσμα και η καλή προαίρεση ευνοεί τη συμβατικότητα» (σ. 22), θα πει ο αφηγητής, ήδη από την αρχή, καθώς προσπαθεί και εκείνος να ξεδιαλύνει τις σκέψεις του, καθώς στοχάζεται πάνω στον καταστατικό χάρτη αυτής της συγκατοίκησης που φαίνεται να έχει ανακύψει σχεδόν τυχαία: «[...] αβίαστα, σχεδόν φυσικά. [...] απροσχημάτιστα. Σχεδόν προκαθορισμένα [...] (σσ. 15-16). 

«Εξαιτίας σου εκτίθεμαι» (σ. 25) θα πει ο αφηγητής έτσι όπως νιώθει να ανεβαίνει κι εκείνος στη σκηνή αυτής της παράστασης που ο ίδιος στήνει με πρωταγωνιστές ανιόντες και κατιόντες τόσο του Σκαλκώτα όσο και δικούς του που εμφανίζονται να συνδιαλέγονται αψηφώντας ακόμη και την ασυμφωνία των χρονικών εποχών στις οποίες έχουν ζήσει. Καθαρό σημείο επαφής των δύο, ο πατέρας του αφηγητή που κατάγεται από τη Χαλκίδα. Θυμάται μάλιστα, έτσι τον βάζει να λέει ο αφηγητής, το αρχοντικό στη Χαλκίδα όπου δούλευε η μητέρα του Σκαλκώτα. Αρκεί όμως κάτι τόσο συγκυριακό;

Αυτό που αρχικά με προβλημάτισε περισσότερο είναι πώς στέκει ο αφηγητής απέναντι στην αθανασία –έστω και μεταθανάτια– του Σκαλκώτα. «“Τα φαντάσματά μας χέρι χέρι” έγινε το μότο μας» (σ. 46) θα πει ο αφηγητής, αλλά από πού κι ως πού; Πώς ταυτίζεται κάποιος σαν τον Σκαλκώτα με κάποιον σαν τον αφηγητή, ειδικά αν λάβουμε υπόψη μας την αχρονία της αθανασίας στην οποία ενδημεί τώρα ο Σκαλκώτας; Σημειώνω εδώ ότι ο Τσιμπούκης είναι πολύ προσεκτικός σε αυτό: η ταύτιση έρχεται σταδιακά και μεθοδικά, αλλά το ερώτημα παραμένει. Αν δηλαδή ο Τσιμπούκης ήθελε να εξισορροπήσει αυτή την ασυμμετρία θα μπορούσε να επινοήσει έναν αφηγητή που θα πάσχιζε ως αφανής συγγραφέας –παραγκωνισμένος και λησμονημένος από τους συγκαιρινούς του– να δημιουργήσει, έτσι ώστε να μπορούσε να εδραιωθεί μια προσομοίωση δημιουργικού κοινού τόπου ανάμεσα στους δύο. Στο σημείο αυτό λοιπόν, αν τον διαβάζω σωστά, ο Τσιμπούκης στήνει ένα από τα πιο δυνατά ευρήματα του βιβλίου. Αντί να κάνει, απλά, αυτό που είπα, αφήνει να μας γεννηθεί η αρχική απορία τής ασυμμετρίας μεταξύ των δύο έτσι ώστε να διαβάσουμε, με τη σειρά μας, το έργο που στήνει ο αφηγητής, αυτόν τον χάρτη που κατασκευάζει για λογαριασμό του συγκατοίκου του και του εαυτού του, ως ακριβώς μια τέτοια απόπειρα “παραγνωρισμένης” δημιουργίας. Ο αφηγητής λοιπόν, μέσα στη θνητότητα και αφάνειά του, που κατασκευάζει έναν χάρτη –και αυτό δεν περιλαμβάνει, απλώς, κυριολεκτικά έναν χάρτη, αλλά και μια ολόκληρη παράσταση “φαντασμάτων”– στέκει αντιστικτικά προς την τωρινή μεταθανάτια αθανασία της διασημότητας του Σκαλκώτα. Είναι λοιπόν η αντίστιξη που μας κάνει να κοιτάξουμε το έργο του αφηγητή, έτσι όπως διαβιοί σε συνθήκες αφάνειας και απομόνωσης που προσομοιώνουν τις συνθήκες της ζωής του Σκαλκώτα. Το ακόμη πιο ενδιαφέρον εντοπίζεται αν προχωρήσουμε αυτόν τον συλλογισμό ένα βήμα παραπέρα: ο Τσιμπούκης, που μόλις τώρα κάνει την εμφάνισή του, εξηγεί και –γιατί όχι;– απολογείται με αυτό τον τρόπο και για τη δική του συγγραφική εμμονή με τον Σκαλκώτα· και το πράττει εξ αντανακλάσεως, χαμηλόφωνα και με τη δέουσα ταπεινοφροσύνη μέσω της μυθοπλασίας του. Ο ελιγμός αυτός –ότι δεν κατασκευάζει ο Τσιμπούκης έναν άσημο συγγραφέα ως αφηγητή για να διευκολύνει την ταύτιση και ισορροπία μεταξύ των δύο ηρώων– προσφέρει και μια πιο βαθιά ερμηνεία αυτής της συνάντησης με τον άλλο που στην πορεία μετασχηματίζεται σε συνάντηση με τον εαυτό – θεματική που σχεδόν μονοπωλεί τη δυναμική της σχέσης των δύο ηρώων του μυθιστορήματος.  

«Η ενότητα της σύνθεσης σαν παραδοχή της πραγματικότητας. Το έργο τέχνης σαν αναζήτηση του ιδανικού μιας ιστορικής εποχής» (σ. 29) θα πει ο αφηγητής αναφερόμενος στις συνθέσεις τους Σκαλκώτα, αλλά στην πορεία του μυθιστορήματος, καθώς οι ρόλοι των δύο συγκατοίκων αρχίζουν να συγχέονται και οι προσωπικότητες τους να ταυτίζονται ολοένα και περισσότερο, έτσι όπως ο ένας χάνεται μέσα στον άλλο, ο αφηγητής, και «η ενότητα της [δικής του] σύνθεσης» αρχίζουν να φωτίζονται από τη μεταθανάτια αχλή τού Σκαλκώτα. Το καταληκτικό κεφάλαιο «Μικρό αθηναϊκό εμβατήριο» συνιστά απεικόνιση της διάδρασης των δύο ηρώων που τώρα, εξαγνισμένοι και αποκατεστημένοι, ο καθένας στα μέτρα και τα σταθμά του, εξέρχονται από το σκοτάδι στο φως.

Ο Σκαλκώτας, επομένως, επιλέγει τον συγκεκριμένο ήρωα/αφηγητή γιατί αφουγκράζεται μια σύμπνοια για έναν συγγραφέα/μελετητή που εντελώς απομονωμένος και ξεκομμένος από κάθε ανθρώπινη επαφή –κατοπτρισμός του δικού του πρότερου εαυτού– αποπειράται να δημιουργήσει. Αυτό, με τη σειρά του, γεννά, μέσα από τη διαρκή και συστηματική παλινδρόμηση από τον ένα χαρακτήρα στον άλλο, και εύλογες απορίες για τον χαρακτήρα του συνθέτη. 

Δημιούργησε άραγε ο Σκαλκώτας εξαιτίας του αδιεξόδου και της απελπισίας του; Άγνωστό, αν και πολύ θελκτικό ως ιδέα για κάθε επίδοξο μελετητή, ειδικά αν αυτός αρέσκεται να κατασκευάζει μυθιστορηματικές εικασίες της ζωής του συνθέτη όπως πράττει ο αφηγητής, αλλά και ο συγγραφέας. Προσωπικά, μυθοπλαστικά, θα με συγκινούσε η ιδέα ότι η απομόνωση και η κριτική που δέχθηκε ο Σκαλκώτας από τον Μανώλη Καλομοίρη αλλά και από τους Φαραντάτο (βλ. σ. 74) και Οικονομίδη, μέσα στην απελπισία του, τον απελευθέρωσε ή τουλάχιστον αποτέλεσε έναυσμα που τον ώθησε πέρα από τη μετριότητα και τον συντηρητισμό των επικριτών του που τον καταδίκασαν στην αφάνεια. Στο βιβλίο, ο Τσιμπούκης, στο «Φανταστική σπουδή 2», κατασκευάζει μια εξαιρετική εικόνα που στέκει ως σύμβολο αυτής ακριβώς της εμμονικής συντήρησης έτσι όπως ο Καλομοίρης, ή για την ακρίβεια το πρόσωπο του Καλομοίρη, εμφανίζεται στον Σκαλκώτα: «Στη δεξιά επάνω γωνία του παραθύρου, στον μεγάλο λεκέ υγρασίας που διαγράφεται, ξεχωρίζει από το υπόλοιπο του λευκού τοίχου και σχηματίζει το περίγραμμα ενός προσωπείου σκάζοντας σε φουσκάλες το χρώμα και σε γραμμές που διατρέχουν τη μαρκαρισμένη επιφάνεια, που ολοένα γίνεται πιο εύπλαστη, σαν βρεγμένος πηλός που τον μαλάζουν αόρατα δάχτυλα σχεδιάζοντας ένα κακοπλασμένο πρόσωπο που όλο και εξέχει από τον τοίχο, μ’ ένα ρημαγμένο, σκαμμένο μέτωπο, μια πρησμένη μύτη, χοντρά και στρεβλωμένα χείλη. [...] Φρικώδης και ανθρώπινη, ολοκληρώνεται σε ένα οικείο πρόσωπο, γερασμένο, μάσκα νεκρική, πιέζοντας με μια τελευταία τιτάνια προσπάθεια να ανοιγοκλείσει τα πεταχτά του χείλη και να ξεστομίσει ένα μακρόσυρτο ααααχχχχ» (σ. 142).  Η κεφαλή στον τοίχο, που στο μυθιστόρημα θα έρθει, αφ’ υψηλού, να αναγνωρίσει τα λάθη της για το παρελθόν και τις επικρίσεις και την απομόνωση στην οποία καταδίκασε τον Σκαλκώτα, στέκεται ως σύμβολο εμμονικής συντήρησης και αγκυλώσεων. Η μορφή του Καλομοίρη συνάδει με το περιεχόμενό του –τον τρόπο σκέψης του– στο κρίσιμο παρελθόν. 

Θα κλείσω με μια μικρή ανησυχία. Το μυθιστόρημα κερδίζει σε βάθος αν ο αναγνώστης έχει κάπως κατατοπιστεί στις συνθήκες που έζησε και δημιούργησε ο Νίκος Σκαλκώτας. Χωρίς αυτές τις πληροφορίες, το κείμενο, σε κάποια (λίγα) σημεία, φαντάζει πιο επίπεδο από ό,τι είναι χάνοντας αδίκως σε λογοτεχνικότητα. 

Το συνιστώ όμως ανεπιφύλακτα. Είθε ο Βασίλης Τσιμπούκης να συνεχίσει σε αυτόν τον δρόμο.

— Βασίλης Τσιμπούκης, Συγκάτοικος, Loggia: 2022, 160 σελίδες, ISBN: 9786188474499, τιμή: €15.50.