Skip to main content
Κυριακή 28 Απριλίου 2024
Πέτρα

«Όταν έγιναν τα περιστατικά στην Κόκκινη Άμμο, είπα στο αφεντικό θέλω να γράψω κάτι γι’ αυτό. Πριν φέρει αντιρρήσεις, προσπάθησα να το παλέψω· μέχρι και το Εν ψυχρώ του είπα. Το ποιο; έκανε. Ο Καπότε, του είπα, στις Ηνωμένες Πολιτείες… Τι καπότες, μωρέ, κάθεσαι και μου λες…» (σ. 123).

Θέλω να πιστεύω ότι ο Γιάννης Νικολούδης (Ηράκλειο, 1987) διάβασε σε ανύποπτο χρόνο το μη μυθοπλαστικό μυθιστόρημα του Τρούμαν Καπότε, και το δικό του συνιστά κατά κάποιο τρόπο μια δημιουργική αντίδραση. 

«Ρίχτηκα στο πίσω δωμάτιο, στο πάτωμα. Δεν άναψα φως. Ένα τελάρο με έναν άγιο στη γωνία. Μισοτελειωμένο. Με μπάνιζε ο κερατάς ο άγιος στο σκοτάδι. Κάτι μάτια να. Έτριζε το τζάμι του παραθύρου από τον αέρα. Αγριεύτηκα. Γύρισα τον άγιο αλλιώς» (σ. 13), θα πει στην αρχή ο ανώνυμος ήρωας του Νικολούδη. Το στίγμα έχει δοθεί. Θα διαβάσουμε μια ιστορία χωρίς Θεό. 

Ο ήρωας βγαίνει από τις φυλακές Νέας Αλικαρνασσού. Με μια σειρά πρωτοπρόσωπων αφηγήσεων αλλά και μιας εμβόλιμης τριτοπρόσωπης φωνής, που αποκαλύπτει τις βαθύτερες συνιστώσες του μύθου, ο Νικολούδης θα ξεδιπλώσει τα γεγονότα που οδηγούν τον ήρωά του ξανά πίσω στη φυλακή. Από την πρώτη σελίδα, ο συγγραφέας προοικονομεί αυτή την επιστροφή στον εγκλεισμό.

Αν ένα κείμενο δεν μπορεί να κρατήσει τον αναγνώστη στην επιφάνειά του, πολύ δύσκολα θα τύχει δεύτερων αναγνώσεων. Το μυθιστόρημα του Νικολούδη διαβάζεται απνευστί. Για αυτό και ο μύθος του σηκώνει και βαθύτερες ερμηνείες. Μόνο όταν ένα κείμενο στέκει με αυταξία ως μύθος προσφέρει τον απαραίτητο (λογικό) χώρο για να σκεφτεί κανείς πέρα από το προφανές. Όταν διαβάζουμε στο οπισθόφυλλο «Μια σκληρή ιστορία, που θυμίζει ψηφιδωτό και μιλάει για το γεωγραφικό και ψυχικό τοπίο της ιθαγένειας, για το σκοτάδι και τη σύγχυση της “ρίζας,”, για τη βία της ερημιάς», ομολογουμένως, δεν θα κρύψουμε τη δυσαρέσκειά μας. Το έχω αναφέρει ξανά: τα οπισθόφυλλα, ουκ ολίγες φορές, λειτουργούν αποτρεπτικά προς την αγορά του βιβλίου. Προτιμήστε την πρώτη σελίδα. 

Ο Νικολούδης, σε μόλις εκατόν εξήντα σελίδες, κατασκευάζει έναν μύθο που καθηλώνει. Χωρίς ποιητικές και μελοδραματικές εξάρσεις, πολύ κοντά σε μια ακατέργαστη προφορικότητα, χρησιμοποιεί μια γλώσσα που παρά την απλότητά της ξεφεύγει από τα τετριμμένα και εισέρχεται σε μια επικράτεια πιο σκοτεινή – πέρα από τη γλώσσα. Το βιβλίο του Νικολούδη βρίθει βίας. Η βία όμως στέκεται πάντα στον αντίποδα του λόγου – ακόμη και αν αναγνωρίσουμε τη βία που ενίοτε ασκεί η ίδια η γλώσσα. Βία σημαίνει λοιπόν απουσία λόγου, και μία από τις μεγαλύτερες προκλήσεις για έναν συγγραφέα είναι να καταφέρει να αποτυπώσει αυτή την αντίφαση. Ο Νικολούδης εργαλειοποιεί τη βία για να κεντρίσει το ενδιαφέρον του αναγνώστη. Πώς το κάνει αυτό; Αναφέρθηκα σε αυτά τα κρίσιμα για τον μύθο εμβόλιμα σημεία τριτοπρόσωπης φωνής. Ο αφηγητής, εκεί, αφουγκράζεται με δημιουργική πιστότητα τη φύση. «[...] [Δ]ιάφορα πράγματα χρυσίζουν πάνω στην επιφάνεια της γης, τελευταίες αναλαμπές της ημέρας, πριν βυθιστούν και αυτές στο σκοτάδι, και για λίγο θα έλεγες πως τα όνειρα της γης που έσβησαν στο φως βρίσκουν τρόπο να ανακτηθούν. Αλλά αυτό δεν είναι αλήθεια, αντίθετα κάτι το βλοσυρό χαράζει το χώμα όσο πέφτει η νύχτα και μια ανατριχίλα διαπερνά τα ζωντανά πλάσματα» (σσ. 29-30). Φύση σημαίνει βία. Βία όμως που κείται πέραν του καλού και του κακού, ακριβώς επειδή η φύση ουδόλως γνωρίζει ή απαντάει σε ανθρωποκεντρικές κατηγοριοποιήσεις – η επινόηση του Θεού συνιστά την πιο ανθρωποκεντρική έκφανση της φύσης. Με ποιον τρόπο, για να δώσω ένα παράδειγμα, κρίνεται η βία που ασκεί ένα ακραίο φυσικό φαινόμενο; Παρατηρήστε ότι ακόμη και το «μένος της φύσης», που είθισται να ακούει κανείς, μόνο μεταφορικά αποτυπώνεται ως τέτοιο, καθώς η συγκεκριμένη βία στερείται (έλλογου) υποκειμένου που την ασκεί – το πρόβλημα της θεοδικίας ας το λύσουν οι πιστοί. 

Ο Νικολούδης στήνει λοιπόν έναν κόσμο, αυτό τον Άδειο τόπο, μέσα στον οποίο η βία δεν ξενίζει και δεν προκαλεί αποστροφή, γιατί φανερώνεται με τη βαθιά “σοφία” της “λογικής” που επικρατεί σε έναν κόσμο που έχει απεκδυθεί την αγάπη και τη συμπόνια – έναν κόσμο δίχως Θεό, τον κόσμο της άλογης φύσης. Το αξιοσημείωτο στο μυθιστόρημα του Νικολούδη είναι ότι ό κόσμος αυτός δεν προκαλεί την αποστροφή μας, με όλα τα ακραία που λαμβάνουν χώρα "μπροστά στα μάτια μας", αλλά μας παρασύρει στη νοσηρή λογοτεχνική απόλαυση της διαδοχής των γεγονότων που οδηγούν στην τελική κάθαρση. Κάθαρση, που ο συγγραφέας την κάνει να φαίνεται αδιαμεσολάβητη. Το σύμπαν που έχει κατασκευάσει ο Νικολούδης είναι σχεδόν αμιγώς μηχανιστικό, με έντονη την αίσθηση απουσίας συνείδησης. Ένας κόσμος όπου όλα φαντάζουν κάπως σαν «εξαρτήματα» της μοτοσυκλέτας του μεγαλοκτηματία και υπέρ-θύτη του μύθου, Χατζή:

Παραθέτω:

«Η μηχανή πλησίαζε. Εντούρο. Την κατάλαβα από τον ήχο κι ας μην την έβλεπα ακόμα. [...] Τρανταζόταν ο τόπος. Ώσπου την είδα. Από το τίποτα γίνηκε μηχανή μέσα στη νύχτα. Πέρασε μπροστά από την παράγκα. Ο τύπος που την καβαλούσε. Σκούρος, θολός από την ταχύτητα, σκυμμένος πάνω στη μηχανή, σαν σε άλογο. Πωρωμένος. Άνθρωπος και μηχανή ένα πράμα. [...] με τα πολλά η μηχανή ήρθε και σταμάτησε μπροστά από την παράγκα. Ο άντρας ξεκαβαλίκεψε γρήγορα χωρίς να σβήσει. Περισσότερο έμοιαζε με εξάρτημα της μηχανής παρά με άνθρωπο» (σσ. 32-33).

Σε πολλά σημεία, ο ανώνυμος ήρωας διαπιστώνει, με τον ίδιο τρόπο, πόσο εκτός εαυτού νιώθει: «Το πράμα έμοιαζε με ταινία. Έπαιζα σε ταινία. Έτσι έπρεπε να το βλέπω» (σ. 42). Σε πολλά σημεία, διαπιστώνει πόσο δεν ελέγχει αλλά και ούτε θυμάται ειρμούς σκέψεων που κατευθύνουν τις κινήσεις και ολοκληρώνουν τις πράξεις του. Παραθέτω: «Μπλοκαρισμένο ήταν το παραθύρι με διάφορα ξύλα, και τα κλαδιά ήταν κομματιασμένα και ριγμένα στο πάτωμα ίδια με χέρια που κάποιος τα έκοψε σύρριζα. Και είπα τότε ότι αυτός ο κάποιος λογικά ήμουν εγώ» (σ. 85), και «Πότε και γιατί βγήκα από εκεί; Και είπα: Ήμουν στ’ αλήθεια εκεί;» (σ. 92), και «[...] στο χέρι μου κρατούσα κάτι, κοντοστάθηκα, είπα, τι είναι αυτό; πότε βρέθηκε στο χέρι μου αυτό;» (ό.π.) αλλά και «Τα βήματά μου τα ακολουθούσα σαν να μην ήμουν εγώ» (σ. 93), όπως όμως και «Είδα αίμα στα μάτια του γέρου και μετά, δεν ξέρω πώς, βρέθηκα μέσα στο κόκκινο χώμα και, αν με ρώταγες, ούτε που θα ήξερα να σου πω πόση ώρα έμεινα εγώ μέσα στο κόκκινο εκείνο πράμα που έτρεμε στον αέρα» (σ. 104). Παρατηρήστε πώς όλα αυτά προσδίδουν, σε μια δεύτερη ανάγνωση, ιδιαίτερο νόημα και στην αινιγματική ερώτηση «γατί ή άνθρωπος;» (σ. 54), που απευθύνεται επανειλημμένα στον ήρωα σε κομβικό σημείο της πλοκής. 

Όλα, στον μύθο του Νικολούδη, τελούν υπό τη σκέπη μια φύσης μοχθηρής, που όμως δεν παύει να στέκει αγέρωχη και παντελώς αδιάφορη σε κάθε περίπτωση που καλείται να επωμιστεί ευθύνες. Η εμμονή των εδαφίων της τριτοπρόσωπης αφήγησης να αποδώσουν στη φύση όνειρα –«Οι ευθύνες αρχίζουν από τα όνειρα», γράφει ο Σεφέρης (αλλά βλ. και εδώ)– στα οποία εκείνη ανθίσταται, διαβάζεται ακριβώς με αυτό τον τρόπο. Μια φύση αμέτοχη, βαθιά ειρωνική απέναντι στην αφέλεια του ανθρώπου, που πιστεύει ότι επειδή διαθέτει ηθική συνιστά και κάτι ξεχωριστό, ενώ δεν παύει να είναι απλή παραφυάδα της. Ένα μπιζού –«διαμάντι του στέμματος», θα σας πουν οι πιο αλαζόνες–, που η ίδια η φύση το φέρει κάπως ως άβολο σημάδι μιας νύχτας απερισκεψίας και το ανέχεται επειδή επιμένει να διαβάζει –το μπιζού– αυτοαναφορικές αλληλουχίες μεγαλομανίας σε έναν κόσμο που, κατά τα φαινόμενα, αδιαφορεί πλήρως για την ύπαρξή του. Ο Άδειος τόπος του τίτλου στέκει λοιπόν ως κόσμος άδειος, πρωτίστως, από ανθρώπους. Ανθρώπους, που μόνο κατ’ επίφαση αποκαλούνται άνθρωποι. Ανθρώπους, που φύονται εδώ μόνο ως αμυδρές αναμνήσεις, ξέφτια, σε ένα υφαντό που έτσι όπως αρχίζει να ξηλώνεται αποκαλύπτει την κοχλάζουσα, θρυμματιζόμενη φύση: «Σαν να φούσκωνε η νύχτα ένα πράμα. Σαν ζουμί που έβραζε η νύχτα. Τα κρωξίματα, τα τσιρίγματα και οι σκληριές των πουλιών σαν να ήταν φουσκάλες που έσκαγαν σε τσουκάλι» (σ. 48), αλλά και «Γιατί δεν ήταν μόνο το φως και οι σκιές, όχι, ήτανε και το σκασμένο δέρμα της γης έξω που έσπαγε σαν πλάκα σοκολάτας, αυτός ο ήχος ήτανε» (σ. 85). Ο Άδειος τόπος είναι όμως και ένας τόπος στάσιμος όπου οι κατιόντες στέκουν ως τραγική υπενθύμιση αποτυχίας και όχι ως ελπίδα αλλαγής ή υπέρβασης: «Αφημένοι στον δρόμο γινόμασταν γι' αυτούς που μας γεννήσανε οι μισεροί καθρέφτες τους» (σ. 44). Μια στασιμότητα που ωθεί διαρκώς τα υποκείμενα ήρωες του μύθου να διολισθαίνουν προς την «οντική» συνθήκη της πέτρας, που, παρότι υπάρχει, αδυνατεί να ανέλθει στο «οντο-λογικό» επίπεδο της ύπαρξης. Παραθέτω: 

«Σαν να έσερνα μαζί μου ένα κομμάτι πέτρα που είχε μόνο μάτια. [...] Τι του πρόσφερε που κοιτούσε μόνο; Το πολύ κοίταγμα του κόσμου τον είχε παραλύσει, να σου πω εγώ. Τον έκανες ό,τι ήθελες, ό,τι κάνεις σε μια πέτρα – την πετάς, τη σφίγγεις στη χούφτα, βγάζεις μαρκαδόρο και τη ζωγραφίζεις, ό,τι σου κατέβει στην κεφαλή» (σ. 45), θα πει η “θεία” του ήρωα καθώς μιλάει για τα παιδικά του χρόνια. Ή, προσέξτε το κάπως κρυπτικό: «Η γη εδώ δεν έχει όνειρα να ανακαλέσει και κλείνεται στον εαυτό της, γιατί, αν έχει κάτι να θυμηθεί, δεν είναι τα όνειρα, είναι οι ιστορίες της πέτρας, στιβάδες από ιστορίες βυθισμένες στην αναλγησία του βράχου, και η γη, όσο κι αν πιέζεται ξανά για να θυμηθεί, δεν μπορεί να θυμηθεί τίποτα, δεν μπορεί να ανακαλέσει αρχίζοντας με ένα Κάποτε και ένα Όταν και ένα Τότε, ο βράχος δεν ξέρει αυτές τις λέξεις και, όταν ο αέρας συρίζει στις πλαγιές, ίδιος με φίδι, κάνοντας το χώμα να αγριεύει γύρω από τις πέτρες, ανασκαλεύοντας φωλιές μικρών θηλαστικών και πουλιών σαν ανήσυχα δάχτυλα που γυρεύουν για κάτι, τότε είναι που η γη κλείνεται ακόμη πιο πολύ στον εαυτό της και γίνεται ένα με τον πετρόκλειστο βράχο, ένα τετελεσμένο που δεν έχει Τότε και Κάποτε και Όταν, που ο αέρας, όσο κι αν το περιγελά, κατά βάθος το τρέμει και το αποφεύγει» (σ. 111). 

Αυτό ακριβώς το «[...] τετελεσμένο που δεν έχει Τότε και Κάποτε και Όταν» το συναντάμε ξανά και ξανά καθώς οδεύουμε προς το τέλος: «Για μήνες έζησε ανάμεσά τους με μια διακριτικότητα σχεδόν άψυχου αντικειμένου» (σ. 126) αλλά και «[...] τη μορφή του στο μπαλκόνι εύκολα θα την πέρναγες για δοκάρι ή κομμάτι από πέτρα έτσι ακίνητος και άκαμπτος όπως ήταν» (σ. 128).    

Είναι αξιοσημείωτο, επιπροσθέτως, ότι ο Νικολούδης βάζει τον ήρωά του όχι μόνο να είναι χτίστης, «τεχνίτης της πέτρας», αλλά και ότι η κάθαρση λαμβάνει χώρα σε λατομείο.

Το πιο εντυπωσιακό στον Άδειο τόπο είναι ότι τη δικαιοσύνη, ή όποια έννοια δικαιοσύνης μπορούμε να προσεγγίσουμε μέσα από την αυτοδικία, την κρατάει στα χέρια του και την αποδίδει κάποιος που, όπως έδειξα, τις περισσότερες φορές δεν έχει καμία συναίσθηση των πράξεων του. Υπαινίσσεται άραγε ο συγγραφέας ότι σε έναν άδειο τόπο –έναν τόπο χωρίς Θεό ή αγάπη και συμπόνοια– η μόνη δικαιοσύνη που υφίσταται αποδίδεται τυχαία; Ο Νικολούδης, σημειώνω, σε μεγάλο βαθμό, σκιαγραφεί τις αιτιακές αλυσίδες που πυροδοτούν τις ακραίες πράξεις του ήρωά του. Πράξεις, όμως, που απαντούν και λογοδοτούν στα προσωπικά του τραύματα και άρα αποδίδουν δικαιοσύνη προς τρίτους κατά τύχη – πριν την κατάληξη υπάρχει ένα δεύτερο περιστατικό όπου πάλι κατά τύχη και χωρίς συνειδητότητα ο ήρωας θα αποπειραθεί να αποδώσει δικαιοσύνη (βλ. σσ. 119-120). Το πιο εντυπωσιακό είναι ότι η δικαιοσύνη αποδίδεται από έναν άνθρωπο που πράττει το ακόλουθο: «Έτσι είδα και εκείνα τα γατιά. Πίσω από έναν θάμνο. Μικρά, σαν ποντίκια. Χωρίς τρίχωμα. Σαν σε ταινία. Η μάνα τους πουθενά. Τα πάτησα με τα άρβυλά μου, τα έκανα κιμά. Η ραχοκοκαλιά τους ελαστική, σαν του ψαριού. Ούτε που προλάβανε να τσιρίξουν, πνιγήκανε στα σωθικά τους. Έφτυσα στο χώμα» (σ. 42). 

Θα κλείσω υπογραμμίζοντας ότι τίποτα δεν μένει αναπάντητο σε αυτή την άσκηση υπαινιγμών και ελλειπτικότητας του Νικολούδη. Ο συγγραφέας βρίσκει τη χρυσή τομή ανάμεσα στο κρυπτικό και το διάφανο, και ικανοποιεί τον αναγνώστη χωρίς ποιητικίζουσες και λογοτεχνίζουσες κορόνες, παρά τις όποιες –λίγες– κοινοτοπίες. Αναφέρω, ενδεικτικά, το σημείο με τις καταβολές του ψυχισμού του ήρωα. Η σκηνή της μητέρας του που τον εγκαταλείπει, με «[...] το φθαρμένο της το βαλιτσάκι το αγορασμένο από μια αγορά στα Τίρανα, το τσακισμένο της βαλιτσάκι, που χώραγε βία δυο αλλαξιές» (σ. 84) θα μπορούσε, θαρρώ, παρά το γεγονός ότι και πάλι ενσωματώνει τη «βία», να λείπει. 

Λίγη σημασία έχουν όμως τα πταίσματα αυτά, γιατί ο Νικολούδης με κέρδισε.  

— Γιάννης Νικολούδης, Άδειος τόπος, Πατάκη: 2023, 160 σελίδες, ISBN: 9786180705034, τιμή: €9.50.