Skip to main content
Κυριακή 28 Απριλίου 2024
Σχοινοβασία χωρίς δίχτυ ασφαλείας

Ο Μιχάλης Μαλανδράκης (Χανιά, 1996) ξεχωρίζει για την ευθύτητα και τη σαφήνειά του. Με απλές αλλά καίριες νύξεις κατασκευάζει μια νοηματική γραμμή που διατρέχει το μυθιστόρημά του και ικανοποιεί την περιέργεια του αναγνώστη, έτσι όπως υπαινίσσεται τους λόγους για τη θεμελιακή μεταμόρφωση του δημοσιογράφου Χάρη Αλεξιάδη. Τι ακριβώς ήταν αυτό που ώθησε τον Χάρη να αφεθεί στη λάμψη της ανούσιας προβολής; Τι ακριβώς ήταν αυτό που τον έκανε να εγκαταλείψει «[...] το έντονο ενδιαφέρον για τον κόσμο και για τα μεγάλα γεγονότα πέρα απ’ τη χώρα του και τον Δήμο Παλαιού Φαλήρου» (σ. 21); Τι ήταν αυτό που έκανε έναν δημοσιογράφο που πέρασε μεγάλα χρονικά διαστήματα στο Σαράγεβο ως πολεμικός ανταποκριτής, ακριβώς στο μάτι του κυκλώνα, να εγκαταλείψει τη δημοσιογραφία και να δοθεί ολόψυχα στα τηλεπαιχνίδια, τα «πρωινάδικα» και τα «ριάλιτι»;

Ο Μαλανδράκης εμφανίζεται αρκούντως επεξηγηματικός. Μας αφήνει να κοιτάξουμε τις καταβολές του ήρωά του, στην παιδική ηλικία του, αλλά και λίγο αργότερα, πριν τα καθοριστικά γεγονότα του πολέμου.

«Περισσότερο όμως κι απ’ την απώλεια των δύο ημερομισθίων [λόγω απεργίας], τον άγχωνε και τον αποσυντόνιζε η απότομη διακοπή της καλοκουρδισμένης του καθημερινότητας: το πρωινό ξύπνημα, το δεκάλεπτο περπάτημα μέχρι τα γραφεία, το μαύρο σακάκι στην πλάτη της καρέκλας, [...] η μυρωδιά του μελανιού, τα τηλέφωνα κι η καθημερινή επαφή με τη διεθνή επικαιρότητα [...] (σ. 26).  

Ο Χάρης από νωρίς τείνει να βρίσκει καταφύγιο σε αυτή την «καθημερινότητα». 

«Δεν μπορούσε να της εξηγήσει, όμως, γιατί αυτό το εξαντλητικό πρόγραμμα τον έκανε να νιώθει ασφάλεια. Ήταν σίγουρος πως αν σταματούσε έστω και λίγο για να ξεκουραστεί κάτι θα συνέβαινε» (σσ. 82-83). Όμως και: «Τι δύναμη χρειάζεται για να συνεχίσει κανείς την καθημερινότητά του;» (σ. 132).

Ποια νοηματική γραμμή συνδέει τις δύο φαινομενικά αντίθετες θέσεις; Και γιατί τελικά η δύναμη να συνεχίζει κανείς την καθημερινότητά του είναι μια δύναμη που ενίοτε, αν όχι πάντα, αντλείται από το σκοτάδι που ελλοχεύει πίσω από την έννοια της παύσης; Μιας παύσης απευκταίας που αφήνει τη σκέψη να τεθεί σε λειτουργία και να φέρει στο προσκήνιο σκιές και επονείδιστες ερωτήσεις που δεν βρίσκουν εύκολες απαντήσεις. Το εξαντλητικό πρόγραμμα «που τον έκανε να νιώθει ασφάλεια» ήταν ένα πρόγραμμα επιτηδευμένης άγνοιας. Ένας στρουθοκαμηλισμός ολκής· τόσο καθολικός που θα τον οδηγήσει στην εξόντωση που φέρνει η μέθη μέσα στο κενό περιβάλλον της επιτυχίας.

«Ανυπομονεί να μπει στο στούντιο με τη μόνωση στους τοίχους και τους νευρικούς ηχολήπτες, να φορέσει τ’ ακουστικά, να ιδρώσουν τ’ αυτιά του» (σ. 83). Τα ακουστικά στέκουν και ως σύμβολο ιδιάζοντος διαλογισμού: εξαναγκάζουν το υποκείμενο σε μια διαρκή, υποβοηθούμενη, απουσία σκέψης μέσω της επιβολής απτών ερεθισμάτων. 

Το καταφύγιο της επιτυχίας που αποζητά και βρίσκει ο Χάρης δεν είναι όσο απλοϊκό φαντάζει. Ο Αλεξιάδης, για να ξορκίσει το άχθος που έχει επωμιστεί από την εμπειρία τού πολέμου, θα τρυπώσει σε ένα χρυσοποίκιλτο λαγούμι. Αντί σκοτάδι και απουσία ερεθισμάτων, θα εναγκαλιστεί την ακραία λάμψη των προβολέων. Τόσο μεταφορικά, καθώς η ιριδίζουσα διασημότητά του θαμπώνει και κρατάει τους πάντες –του ιδίου συμπεριλαμβανομένου– στην επιφάνεια, όσο και κυριολεκτικά, έτσι όπως θάβει τη νέκρωσή του στην προφάνεια της κενότητας και περιφέρεται, σχεδόν αυτοεπικριτικά, ως επιτάφιος χθαμαλότητας, φληναφημάτων και ανόητης φλυαρίας που ως απώτερο στόχο δεν έχει παρά να ξορκίσει τη φοβία θανάτου που τον παραλύει.  

«Ο Χάρης χαλάρωσε κι άναψε τσιγάρο γεμάτος ευγνωμοσύνη για τους δρόμους αυτής της πόλης που παραμένουν ζωντανοί και φωτεινοί ακόμα και τα βράδια, ευγνωμοσύνη για τα φαγάδικα και τις καντίνες που είναι ανοιχτά είκοσι τέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο, ευγνωμοσύνη ακόμα και για τον ανυπόμονο οδηγό πίσω τους που κόρναρε επίμονα στις δωδεκάμισι τη νύχτα, επειδή είχε ξεχαστεί για λίγο στο φανάρι, ευγνωμοσύνη που σ’ αυτή την πόλη δεν επιτρέπεται στιγμή να μείνεις ακίνητος» (σ. 165).

Ο Χάρης Αλεξιάδης έχει ήδη πεθάνει· έχει παραδόξως ακινητοποιηθεί μέσα στο αεικίνητο που επιδιώκει με κάθε τρόπο. Είναι χαρακτηριστικά τα σημεία όπου, πάντα, τόσο εκείνος όσο και οι άνθρωποι που συναναστρέφεται, όταν βρίσκονται σε αυτοκίνητο μετακινούνται με υπερβολική ταχύτητα. Τίποτα δεν δύναται να τον ξυπνήσει από την ταφική αναισθησία του εκτός από την κατάρρευση όταν ανακύπτει ένα σοβαρό πρόβλημα υγείας. 

Ο Μαλανδράκης αντιστέκεται στις Σειρήνες κάθε ακκισμού και επιτήδευσης. Αντιστέκεται, και αυτό το αξιολογώ ως κατόρθωμα, στη λαγνεία που ενέχει η πορνογραφία της μιζέριας που προσφέρει αφειδώς η θεματική του πολέμου στη Βοσνία. Ο συγγραφέας προσφέρει στον αναγνώστη ένα κείμενο αποκαθήλωσης· ένα κείμενο όπου ο ήρωάς του πέφτει βορά των πιο αγνών και καθαρών προθέσεών του. 

Ο Μαλανδράκης αποδεικνύει ότι δεν χρειάζεται ο συγγραφέας να καταπονήσει τον αναγνώστη νοητικά για να τον πείσει ότι μπορεί να γράψει λογοτεχνία. Αποδεικνύει ότι δεν απαιτείται προσχηματική θραυσματικότητα, ακραία ελλειπτικότητα, ακριβές λέξεις και γερές δόσεις “ποιητικής” για να πει κανείς το αυτονόητο: ο άνθρωπος αντέχει μέχρι εκεί. Σημειώνω επίσης ότι η ευθύτητα και η προσήνεια του ύφους του συγγραφέα στέκει αντιστικτικά προς το κατεξοχήν θέμα που προσφέρεται για νοηματικές ακροβασίες, που ενίοτε, αν και εφόσον ο συγγραφέας διακατέχεται από δημιουργικό οίστρο και ταλέντο, αναδεικνύουν το α-νόητο της ύπαρξης. Η παράνοια του πολέμου, δυστυχώς, δεν παύει να είναι, μυθοπλαστικά, το θεματικό πάρκο του συγγραφέα που επιθυμεί να ξεδώσει από το χαλινάρι του νοήματος, μετακυλώντας πολλές φορές την επιβολή του στον δύσμοιρο αναγνώστη. 

Σε ένα σημείο μόνο αισθάνθηκα μια υπερβολή στην ιστορία. Ο θάνατος της Άνιας, στον βομβαρδισμό της αγοράς του Μαρκάλε, περιττεύει. Περιττεύει ειδικά όταν μερικές σελίδες πιο πίσω έχει διατυπωθεί η συνθήκη που τη φέρνει σε αυτό τον θάνατο. «Πρέπει να βγαίνει, της το λέω κάθε μέρα. Κάθε φορά την παρακαλώ να ‘ρθει μαζί μου, να πάμε στην αγορά να ψωνίσουμε, αλλά φοβάται. Την επόμενη φορά θα την πάρω με το ζόρι» (σ. 196). Συνιστά προβλέψιμη και συντηρητική επιλογή που αμαυρώνει την αξία της ζυγισμένης πορείας προς την κορύφωση.

Ο αναγνώστης, για να κλείσω, δεν μένει με τη επιθυμία για μια βαθύτερη ή πιο λεπτομερή αποτύπωση που θα εξηγούσε τη μεταμόρφωση του Χάρη. Ο Μαλανδράκης επιτυγχάνει να αναγάγει ακόμη και την όποια κοινοτοπία σε δομικό στοιχείο του μύθου. Είναι αυτό που νομίζει κανείς για τετριμμένο, που τον κάνει να ξεπερνά τα όρια αντοχής του. Γιατί ο άνθρωπος παραμένει τετριμμένα πεπερασμένος και κάθε απόπειρα αφομοίωσης του αποτρόπαιου δεν συνιστά παρά σχοινοβασία χωρίς δίχτυ ασφαλείας. 

«Οι δρόμοι της πόλης ξυπνούσαν. Στο πρώτο περίπτερο ζήτησε ένα μπουκάλι νερό. Ο περιπτεράς, που φορούσε μια φανέλα την Μίλαν, του είπε πως το ψυγείο είναι δεξιά. Ύστερα ζήτησε μια κασετίνα Καρέλια. Διέσχισε τη λεωφόρο Αμαλίας με τα πόδια. Θα μπορούσε να καλέσει ταξί αλλά ήθελε να περπατήσει. Υπήρχε ακόμα τόση ησυχία, που άκουγε τις σόλες του να τρίζουν στο πεζοδρόμιο. Περπατούσε αργά και απολάμβανε την πρωινή ηρεμία. Ταίριαζε με τη δική του. Ένιωθε ωραία. Τα βλέφαρά του είχαν βαρύνει όχι τόσο απ’ τη νύστα και τη ζάλη όσο απ΄ την ευχαρίστηση. Ένας μεγαλόσωμος μαύρος σκύλος, με λευκές βούλες στα πλευρά του, τον ακολουθούσε. Περπάτησε λίγα μέτρα μαζί του [...] κι ύστερα έμεινε πίσω για να κατουρήσει τη ρίζα ενός δέντρου. Ένας καλογυμνασμένος ξανθός πέρασε τρέχοντας δίπλα του εκτελώντας με ιεροτελεστία το πρωινό τζόκινγκ της αυστηρής καθημερινότητάς του. Για μια στιγμή τα βλέμματά τους συναντήθηκαν. Τα μάτια του δρομέα απέναντι σ’ αυτά του Χάρη, που κρατούσαν κάτι από τη ζάλη της σαμπάνιας» (σ. 137).

Παρατηρήστε εδώ το σημείο που το βλέμμα του δρομέα συναντά το βλέμμα του ήρωα. Ανεπαίσθητα, αμφότεροι, στέκουν εκείνη τη στιγμή στις δύο πλευρές του ίδιου νομίσματος: της σωματικής καταπόνησης ως άλλοθι για να αποστρέφουν τη σκέψη από τις επώδυνες ατραπούς της.

Το τέλος έρχεται ακριβώς όπως συνάδει στον μύθο. Ο Χάρης αποχωρεί από το προσκήνιο, οριστικά αυτή τη φορά, ξανά, με τα ακουστικά στα αυτιά του, απομονωμένος από κάθε στοχασμό μέσα στο σκοτάδι που τον ακυρώνει.

Είθε ο Μαλανδράκης να συνεχίσει την πορεία του με την ίδια προσήλωση και ταπεινότητα.

— Μιχάλης Μαλανδράκης, Δυναμώστε τη μουσική, παρακαλώ, Πόλις: 2023, 264 σελίδες, ISBN: 9789604358557, τιμή: €16.00.