Skip to main content
Σάββατο 20 Απριλίου 2024
Τρεις αποτελεσματικές μυγοπαγίδες

Πριν τις Τρεις μύγες σε κόκκινο βελούδο δεν είχα υπόψη μου τον Κώστα Φασουλόπουλο, καθώς μου είχε ξεφύγει το πρώτο του βιβλίο, ένα αστυνομικό μυθιστόρημα με τίτλο Εξευγενισμός (Εύμαρος: 2018). Από το βιογραφικό στο αυτί του βιβλίου έμαθα ότι είναι γεννημένος στην Αθήνα το 1984, ενδιαφέρεται ιδιαίτερα για μηχανές και αυτοκίνητα, και έχει σπουδάσει μηχανολόγος μηχανικός στο ΕΜΠ. Δεδομένου ότι δεν τρέφω απολύτως κανένα ενδιαφέρον για οτιδήποτε μηχανοκίνητο, η πρώτη μου σκέψη ήταν ότι με περίμεναν μερικές βαρετές ώρες ανάγνωσης. Δεν θα μπορούσα να έχω πέσει περισσότερο έξω.

Ώσπου ν’ ανοίξω το βιβλίο, νόμιζα ότι πρόκειται για μυθιστόρημα, παρότι στο εξώφυλλο δεν υπάρχει σήμανση σχετική με το περιεχόμενο (αν και θα έπρεπε). Με έκπληξη βρέθηκα μπροστά σε τρεις (φαινομενικά) ασύνδετες μεταξύ τους νουβέλες. Μετά την ανάγνωση, μια δεύτερη (και μεγαλύτερη) έκπληξη: κάθε άλλο παρά βαρετές τις βρήκα τις Τρεις μύγες.

Τα κείμενα που περιλαμβάνονται στη συλλογή είναι κατά σειρά: «Για την τιμή του διαβόλου», «Μιζ-αν-πλι» και «Από τα Λέπιδα με αγάπη». Θεωρώ ατυχή την επιλογή των επιμέρους τίτλων γιατί είναι πολύ γενικοί και ασαφείς, με αποτέλεσμα να μην αποκρυσταλλώνουν το πνεύμα των ιστοριών. Αντίθετα, ο γενικός τίτλος –ένας φόρος τιμής στην ταινία Τέσσερις μύγες σε πράσινο βελούδο (1971) –μετάφραση από το 4 mosche di velluto grigio του Dario Argento, τον οποίο ο συγγραφέας δεν παραλείπει να αναφέρει στις «Ευχαριστίες»– είναι εύστοχος, καθώς παραπέμπει σαφώς στους τρεις κεντρικούς χαρακτήρες, οι οποίοι βρίσκονται, είτε συγκυριακά είτε λόγω των επιλογών τους, καθηλωμένοι σε τρεις «μυγοπαγίδες», εκτεθειμένοι (και συνεπώς ευάλωτοι) σε ζοφερά περιβάλλοντα (το κόκκινο βελούδο στο φόντο, συμβολικά) και στις ορέξεις όχι τόσο των εχθρών τους (γιατί ούτε κι εκείνοι πάνε γυρεύοντας), όσο των συνθηκών που διαμορφώνονται με τρόπους, αν όχι αυθαίρετους, τουλάχιστον παράλογους.

Στην πρώτη νουβέλα (ή, καλύτερα, εκτεταμένο διήγημα), ο Νίκι, ένας στερεοτυπικός μπράβος [«ένα κι ενενήντα με εκατό, χτιστά, κιλά γυμναστηρίου, μαυρισμένος και με χέρια γεμάτα τατουάζ» (σ. 9)] σε νυχτερινά μαγαζιά στη Ρόδο, ζει το όνειρό του: εύκολα λεφτά [«πούλαγε προστασία και κυρίως έσπρωχνε χάπια σε τουρίστες» (σ. 10)], μηχανές [«το καμάρι του: ένα ολοκαίνουργιο δεκαεννιάρι Ducati Diavel 1260S» (σσ. 10-11)], γυναίκες [«μια εικοσιπεντάχρονη ξανθιά κοπέλα, με πλαστικά χείλη, ψεύτικο στήθος και σφαγμένο πρόσωπο» (σσ. 9-10)]. Παρότι η αστυνομία τον έχει από κοντά, εκείνος καταφέρνει και μένει στον αφρό – μέχρι που του κλέβουν την αγαπημένη του μηχανή. Από κει και πέρα, αρχίζει η πτώση του. Στην προσπάθειά του να βρει τον κλέφτη, θα χάσει τα πάντα.

Η δεύτερη νουβέλα είναι, με διαφορά, η καλύτερη. Ένας κουρέας, ο Δημήτρης, ζει μια μετρημένη ζωή στα σύνορα Δάφνης-Νέας Σμύρνης, μοιράζοντας τον χρόνο του ανάμεσα στο μικρό του κουρείο, στο οποίο δουλεύει μόνος του και με τους δικούς του ρυθμούς, και στο σπίτι, όπου συζεί με τη φίλη του, τη Μαρία. Έχει βάλει επιτέλους τη ζωή του σε μία τάξη. Όλα κυλούν ήρεμα μέχρι βαριεστημάρας στον μικροαστικό του κόσμο, ώσπου μια νύχτα κάποιος άγνωστος καίει με μολότοφ το κουρείο, φαινομενικά χωρίς λόγο. Μετά απ’ αυτό, η ζωή του Δημήτρη γίνεται κόλαση. Ενόσω ψάχνει να βρει ποιος του έκαψε το μαγαζί, ξεβολεύεται, χάνει την ησυχία του, αρκετά από τα λεφτά που προορίζονταν για την αγορά αυτοκινήτου και τη Μαρία, που τον εγκαταλείπει μην αντέχοντας την ανασφαλή κατάσταση στην οποία έχουν περιέλθει. Στην πορεία, ο ίδιος άγνωστος του ξανακαίει με πανομοιότυπο τρόπο το μαγαζί, πάνω που το είχε συνεφέρει. Η αστυνομία δεν μπορεί (και δεν θέλει) να κάνει τίποτα για να βρει τον εμπρηστή, οπότε ο κουρέας στρέφεται για βοήθεια σε ανθρώπους της νύχτας. Κάπου εκεί μπλέκεται στην ιστορία και η πακιστανική μαφία των κουρείων (απίστευτο εύρημα! – εκτός κι αν δεν πρόκειται για εύρημα, πράγμα ακόμα πιο απίστευτο) και η κατάσταση ξεφεύγει από κάθε έλεγχο.

Η τρίτη νουβέλα, η μόνη σε πρώτο πρόσωπο, είναι η πιο αδύναμη: χωρίς να είναι κακογραμμένη, στερείται την πρωτοτυπία των δύο πρώτων. Ο Αλέκος, ένας μηχανικός του εμπορικού ναυτικού και εγκληματίας μερικής απασχόλησης (λαθρεμπόριο κοκαΐνης και κλοπή διαμαντιών), καταφτάνει στη Λέρο με κάτι κλεμμένα διαμάντια, που έχει αποσπάσει με δόλο από τους διαρρήκτες συνεργάτες του στην Αμβέρσα, για να βρει αγοραστή. Ενώ τα κάνει όλα σωστά, η δοσοληψία του με τον κλεπταποδόχο τελικά στραβώνει λόγω αστάθμητων παραγόντων.

Όταν διαβάζω ένα βιβλίο, ασυναίσθητα αναζητώ το κίνητρο του συγγραφέα. Δεν είναι απαραίτητο να υπάρχει κάποιο βαρύ κι ασήκωτο κίνητρο, το ξέρω – καμιά φορά γράφει κανείς απλώς επειδή μπορεί (ή επειδή δεν μπορεί να κάνει αλλιώς – που δεν είναι το ίδιο). Δεκτό. Όπως δεκτή ως κινητήρια συγγραφική δύναμη είναι και το γράψιμο ως σχολιασμός μιας ανείπωτης πραγματικότητας. Μια τέτοια περίπτωση εικάζω ότι είναι και ο Φασουλόπουλος: αντί να αναλώνεται σε καυστικά σχόλια στα ΜΚΔ, περιγράφει το «κελί» του με τον καλύτερο τρόπο που προέκυψε αβίαστα στην εξελικτική πορεία της ανθρωπότητας: λέγοντας ιστορίες (κατά προτίμηση επινοημένες, έτσι ώστε να παρακάμπτεται η χρεία καταφυγής στη βάσανο της επαλήθευσης). Η περιγραφή του, οσοδήποτε ενδιαφέρουσα, δεν αποκλείεται να είναι πρόσχημα για μια καταβύθιση σε προσωπικές εμμονές: αυτοκίνητα και μηχανές, b-movies, κλασικό noir. Ο συγγραφέας έχει όντως μια εμμονή με τα μηχανοκίνητα, αλλά αυτό καθόλου δεν με ενόχλησε γιατί ενσωματώνει οργανικά και απολύτως ομαλά τις σχετικές με το κόλλημά του αναφορές στις πλοκές. Στις δύο πρώτες νουβέλες μάλιστα, μια μηχανή κι ένα αυτοκίνητο, αντιστοίχως, παίζουν μείζονες ρόλους. Το γεγονός ότι τις διάβασα χωρίς να σκαλώσω πουθενά, όντας άσχετος με το αντικείμενο, πιστώνεται στα θετικά του συγγραφέα. Το δε γεγονός ότι έχει επιλέξει ως όχημα έκφρασης το σύγχρονο κοινωνικό-αστυνομικό (μια παραλλαγή του, τέλος πάντων) είναι ευτυχής συγκυρία, τόσο για τον ίδιο όσο και για τους αναγνώστες του.

Αυτή όμως δεν είναι η μόνη, ούτε η σημαντικότερη αρετή του βιβλίου. Θεωρώ σπουδαιότερη την υπόρρητη θεματική ενότητα των τριών κειμένων. Υπάρχει ένα δυσδιάκριτο σε πρώτη ανάγνωση νήμα που ενώνει τους τρεις κατ’ αντιστοιχία κεντρικούς ήρωες, τον Νίκι, τον Δημήτρη και τον Αλέκο: η αδυναμία τους να ελέγξουν την πορεία που παίρνει η ζωή τους από γεγονότα, λιγότερο ή περισσότερο, τυχαία. Προφανώς έχουν κάνει τις επιλογές τους, προφανώς νομίζουν ότι έχουν οι ίδιοι τον έλεγχο. Εντούτοις, η ζωή δεν υπακούει σε ντετερμινιστικές νόρμες: τα πάντα δύνανται να ανατραπούν από αστάθμητους παράγοντες – και συνήθως ανατρέπονται. Οι ιστορίες έχουν την πλάκα τους (για μας που τις διαβάζουμε, όχι για τους ίδιους τους ήρωες), αλλά δεν είναι αστείες: είναι γελοίες. Ο αναγνώστης διασώζεται από την αβάσταχτη αίσθηση παγίδευσης που διαπνέει ολόκληρο το βιβλίο χάρη στο σωτήριο υπόγειο χιούμορ του συγγραφέα. Κι ενώ οι αναγνώστες διασκεδάζουν –ως παράπλευρο κέρδος, γιατί δεν είναι αυτό το (μόνο) ζητούμενο–, όλοι οι κεντρικοί χαρακτήρες θα έχουν άσχημο τέλος. Κι αν η κατάληξη για τον Νίκι και τον Αλέκο μπορεί να εκληφθεί ως θεία δίκη –εγκληματίες είναι στο κάτω κάτω–, για τον Δημήτρη, τον αθώο και άδολο κουρέα, μοιάζει με θεία κακοδικία: δεν έχει φταίξει σε τίποτα για να τραβάει όσα τραβάει. Είναι απλώς αφελής. Είναι έγκλημα αυτό; Ναι, απαντάει έμμεσα ο συγγραφέας του· υπό προϋποθέσεις, είναι.

Ο Φασουλόπουλος δεν προσπαθεί να περάσει για «σοβαρός» λογοτέχνης· φυσικά, δεν είμαι σε θέση να ξέρω αν μπορεί (ακόμα κι αν ήθελε, δηλαδή) να γράψει «σοβαρά», αλλά δείχνει απόλυτα ικανοποιημένος με αυτό που κάνει: το κέφι του. Έχω μάλιστα την εντύπωση ότι δεν θεωρεί τον εαυτό του ούτε καν καινοτόμο του αστυνομικού. Γράφει συμβατά με την εποχή του, καθομιλούμενα ελληνικά, με ενάργεια και έμφαση στην προφορικότητα (η γραπτή αποτύπωση της τρέχουσας, ρεαλιστικής γλώσσας μοιάζει εύκολη υπόθεση, αλλά δεν είναι: κάτι που διαβάζεται εύκολα δεν έχει κατ’ ανάγκη γραφτεί εύκολα)· δεν φλυαρεί, δεν επιδίδεται σε περιττές περιγραφές· απουσιάζουν παντελώς οι εσωτερικοί μονόλογοι και οι λυρικές εξάρσεις: στις Τρεις μύγες πλήττεται σοβαρά η σοβαροφάνεια.

Επίσης, περιγράφει τόπους που γνωρίζει καλά: κατά σειρά εμφανίσεως, τη Ρόδο, την Άνω Νέα Σμύρνη (και το κέντρο της Αθήνας), τη Λέρο. (Τη Ρόδο δεν την ξέρω, αλλά για την Αθήνα και τη Λέρο πιστοποιώ μετά λόγου γνώσεως ότι ξέρει τι λέει.) Το ίδιο καλά γνωρίζει και τα πράγματα που εντάσσει στην αφήγηση. Όντως γράφει πολλά για μηχανές και αυτοκίνητα, για μάρκες και μοντέλα (αλλά και για άλλα αντικείμενα που θεωρούνται σύμβολα κύρους, όπως γυαλιά και ρολόγια), αλλά με έναν τρόπο που βγάζει αγάπη και όχι αρρωστημένη εμμονή, πράγμα που οφείλει να σεβαστεί (ακόμα και να θαυμάσει) ως κι ένας άσχετος, όπως εγώ. Κυρίως όμως γράφει χωρίς να κουνάει το δάχτυλο· απουσιάζουν οι ηθικής φύσεως αξιολογικές κρίσεις, χωρίς όμως να εκθειάζονται οι άνομες συμπεριφορές. Συμπαθεί (χωρίς φανφάρες) τους καθημερινούς χαρακτήρες του, ακόμα και τους περιθωριακούς ή/και εγκληματίες (τους οποίους ευτυχώς δεν προστατεύει με ψυχολογικού τύπου αιτιολογίες), με αποτέλεσμα να τους συμπαθεί και ο αναγνώστης. Περιγράφει τις καταστάσεις, δεν τις κρίνει, δεν «δικάζει». Αυτό, για μένα, έχει ιδιαίτερη αξία: σε μια εποχή εντεινόμενης χρηστομάθειας, είναι όαση τα βιβλία που αφήνουν τον αναγνώστη να κρίνει μόνος του τις πράξεις των μυθοπλαστικών ηρώων.

Περνώντας τώρα σε ζητήματα που σηκώνουν συζήτηση, θεωρώ άστοχη την επιλογή του Φασουλόπουλου να γράψει την τρίτη ιστορία σε πρώτο πρόσωπο. Ο χαρακτήρας του Αλέκου θα έβγαινε πολύ καλύτερα σε τρίτο πρόσωπο, αν δηλαδή έλεγε την ιστορία του ο «ουδέτερος» τριτοπρόσωπος αφηγητής των δύο πρώτων, ο οποίος επιτυγχάνει κάτι σπάνιο: περιγράφει δύο τραγικές ιστορίες με τρόπο που βγάζει γέλιο, χωρίς να χρησιμοποιεί εξυπνάδες ή φτηνά λογοπαίγνια: το γέλιο (και το γελοίο του πράγματος) βγαίνει αυστηρά από τις καταστάσεις. Κατόρθωμα!

Γενικά, η τρίτη νουβέλα δίνει την αίσθηση ότι θέλει να γίνει ταινία όταν μεγαλώσει. Βέβαια, κινηματογραφική είναι η αίσθηση (και pulp η αισθητική) απ’ άκρη σ’ άκρη στο βιβλίο, αλλά με μια διαφορά: ενώ από τα «Λέπιδα», στην καλύτερη, θα προέκυπτε σενάριο για περιπετειώδη τηλεταινία της σειράς με προορισμό το Netflix, από την «Τιμή» και –κυρίως– από το «Μιζ-αν-πλι» θα μπορούσαν να προκύψουν σενάρια για ταινίες στο πνεύμα του Fargo (1996) των αδερφών Coen. Θεμελιώδης η διαφορά.

Ένα επιπλέον πρόβλημα στην τρίτη νουβέλα προσθέτει το αμήχανο τέλος της: η αφήγηση διακόπτεται σε φάση to be continued. Εδώ μου δίνεται η ευκαιρία να διακρίνω μεταξύ ανοιχτού και εκκρεμούς τέλους. «Ανοιχτό» είναι το τέλος που επιτρέπει διάφορες ερμηνείες (ή χωροχρονικές επεκτάσεις, ερήμην του συγγραφέα). «Εκκρεμές» είναι το τέλος που δεν είναι τέλος. Ιδανικά για τη διάκριση αυτή είναι τα παραδείγματα που μας προσφέρει το βιβλίο του Φασουλόπουλου: η αξιόλογη δεύτερη νουβέλα έχει ανοιχτό τέλος, ενώ η μέτρια τρίτη εκκρεμές (χρήσιμη η αντιπαραβολή αυτών των δύο με το τελικό τέλος του καλού πρώτου διηγήματος).

Νομίζω ότι αυτό που θα μείνει από τις Τρεις μύγες είναι το «Μιζ-αν-πλι»: έξοχη η ιδέα, παραπάνω από ικανοποιητική η υλοποίησή της, με ένα ύφος που μου έφερε στον νου, ως αίσθηση, το Πώς να κλέψετε μια τράπεζα (Άγρα: 2013) του σπουδαίου Donald Westlake. Ο κουρέας Δημήτρης Πεχλιβανίδης είναι χαρακτήρας αναφοράς. Παγιδεύεται σε μία σουρεαλιστική συνθήκη από την οποία δεν μπορεί να ξεφύγει (δηλαδή, μπορεί, αλλά δεν του κόβει μέχρις εκεί) και γι’ αυτό κάνει τη μία ανοησία μετά την άλλη, μέχρι την ολική καταστροφή. Μπορώ να φανταστώ ανθρώπους που θα ταυτιστούν μαζί του, σμήνη ολόκληρα από παρόμοιες «μύγες».

Αντίθετα, ο μπράβος Νίκι δεν προσφέρεται για ταύτιση: είναι ένας γκροτέσκος χαρακτήρας, ο τυπικός στεροειδοβούβαλος, που ζει την «ονειρεμένη» ζωή που εξυμνούν οι τράπερ (“money for nothinand your chicks for free”, όπως λέει κι ένα παλιό τραγουδάκι). Η αίσθηση αυτή ενισχύεται και από τα κατάλληλα νεογλωσσικά στοιχεία: σιδεράδικο, σφίχτες, σιδεράδες, κάγκουρες, κοντράκηδες, ντρόγκια, ντήλια, μωρό. Αλλά ακόμα κι αυτός ο χαρακτήρας γίνεται συμπαθής όταν χάνει το μόνο πράγμα που αγαπάει τελικά: τη μηχανή του. Παραμένει βλαξ και αήθης, αλλά τον καταλαβαίνουμε κάπως καλύτερα.

Τέλος, ο τυχοδιώκτης μηχανικός Αλέκος διασώζεται μόνο ως καρικατούρα. Τουλάχιστον έτσι τον διάβασα εγώ, ως παρωδιακό χαρακτήρα: λαθρέμπορος κοκαΐνης, κλέφτης διαμαντιών, άσος οδηγός, επιδέξιος ναυσιπλόος, αστεράτος μηχανικός, αεράτος εραστής, μπον βιβέρ – απατεώνας και τζέντλεμαν. Στα χαρτιά όλ’ αυτά· γιατί στην πράξη τα κάνει θάλασσα όταν αρχίζουν τα δύσκολα: γυναίκα δεν σταυρώνει, ποιος είναι τι δεν καταλαβαίνει, στο τέλος χάνει τα λεφτά (και τα διαμάντια) – μέχρι και σούπα με σκούτερ τρώει, τέτοια ξεφτίλα. Εικάζω (και ελπίζω) ότι παρωδιακή είναι και η πρόθεση του Φασουλόπουλου στα «Λέπιδα»: μία παραμορφωτικά διογκωμένη απάντηση σε όλους αυτούς τους υπερήρωες που όλα τα σφάζουν, όλα τα μαχαιρώνουν, σε μυθιστορήματα, ταινίες και σειρές του 21ου αιώνα.

Ένας άλλος λόγος που μου άρεσαν οι Τρεις μύγες είναι ότι ξεφεύγουν από τον κανόνα των procedural και των whodunit που μας έχουν κατακλύσει τις τελευταίες δεκαετίες. Το αστυνομικό (crime fiction) δεν είναι μόνο οι προσπάθειες των διωκτικών αρχών να εξιχνιάζουν εγκλήματα. Κυκλοφορούν πια τόσο πολλοί Έλληνες αστυνομικοί του Τμήματος Εγκλημάτων κατά Ζωής, που δεν τους χωράει όχι μόνο ο 11ος όροφος στη ΓΑΔΑ αλλά ούτε ολόκληρο το κτίριο στην Αλεξάνδρας, μαζί με το γκαράζ. Επίσης, το αστυνομικό δεν (θα έπρεπε να) ενδιαφέρεται μόνο για τη διαλεύκανση εγκλημάτων, ούτε και είναι πανάκεια οι ακατάπαυστες, μέχρι ιλίγγου, ανατροπές. Για παράδειγμα, στο «Μιζ-αν-πλι» δεν πρέπει να υπάρχει αναγνώστης που να μην έχει καταλάβει ευθύς εξ αρχής ποιος καίει (και ξανακαίει) το κουρείο (μόνο ο ίδιος ο κουρέας δε λέει να το καταλάβει!). Δεν είναι αυτό που ενδιαφέρει τον συγγραφέα. Προτιμάει να εστιάσει στην πανικόβλητη αντίδραση του Δημήτρη, επιλογή που απογειώνει εντέλει τη νουβέλα.

Ο τρόπος που βλέπει τα πράγματα ο Κώστας Φασουλόπουλος στις Τρεις μύγες σε κόκκινο βελούδο φέρνει μια φρέσκια πνοή στο είδος γιατί αφενός εστιάζει στην άλλη όψη του φεγγαριού (σε τραγικοκωμικές πλευρές της παραβατικότητας) και αφετέρου δείχνει πόση (και τι είδους) σοβαρότητα απαιτείται για να πληγεί η σοβαροφάνεια. Οι Τρεις μύγες είναι ένα σοβαρότατα διασκεδαστικό βιβλίο. Μετά από αυτό το ελπιδοφόρο δείγμα, θα αναζητήσω και το πρωτόλειο του συγγραφέα, ενόσω θα περιμένω με ενδιαφέρον το επόμενο βήμα του.

 

— Κώστας Φασουλόπουλος, Τρεις μύγες σε κόκκινο βελούδο, Αλεξάνδρεια: 2022, 255 σελίδες, ISBN: 9789602219614, τιμή: €12,72.