Skip to main content
Παρασκευή 26 Απριλίου 2024
I know what you did last weekend (20-21/8/22)

— Εξακολουθώ να εντυπωσιάζομαι από το πόσο διαφορετικά βλέπουν και αξιολογούν κάποιοι συντάκτες βιβλία που έχω διαβάσει κι έχω γράψει γι’ αυτά κι εγώ. Η αλήθεια βέβαια είναι ότι μόνο σε αυτές τις περιπτώσεις –όταν έχεις διαβάσει και έχεις γράψει για ένα βιβλίο– έχεις καθολική εποπτεία της απόστασης που σε χωρίζει από τις θέσεις κάποιου άλλου. Έτσι, δεν μπορώ να μην σταθώ στις αρετές που εντοπίζει στο τελευταίο μυθιστόρημα του Βαγγέλη Ραπτόπουλου (Ανέγγιχτη, Κέδρος : 2022) ο κ. Περαντωνάκης στο «Καζαντζάκης: μεταξύ ερωτισμού και ασκητισμού» (ΕφΣυν, 20-21/8/22). Ομολογώ ότι διάβασα με ενδιαφέρον το κείμενό του που πιστεύω ότι προσδίδει αδικαιολόγητο κύρος στο συγκεκριμένο βιβλίο με το να ανιχνεύει και να υπογραμμίζει περισσότερο κάτι σαν τις προγραμματικές δηλώσεις του συγγραφέα –το τι θα ήθελε να πει ο Ραπτόπουλος με το μυθιστόρημα–, παρά αυτό που τελικά συναντάει ο αναγνώστης όταν το διαβάζει. Ή το βιβλίο του Απόστολου Δοξιάδη (Το τηλεφώνημα που δεν έγινε, Ίκαρος 2022) που διαβάζει ο κ. Χατζηβασιλείου στο «Αγώνας για αυτεπίγνωση» (Το Βήμα, 21/8/22), και που αν δεν απατώμαι βρίσκει ως «[...] το πιο δυνατό χαρτί του βιβλίου» την «[...] πάλη με την εκκενωμένη ύπαρξη, όπως την είδαμε προεισαγωγικά και στην Εικασία του Γκόλντμπαχ, που τρέφει σπαρακτικά την αυτεπίγνωση και την τέχνη της ωριμότητας». Όπως και να ‘χει όμως, είμαι της άποψης ότι ο αναγνώστης επιβάλλεται να εκτίθεται σε αντικρουόμενες θέσεις έτσι ώστε να μπαίνει στον πειρασμό να διαβάσει και να ξεδιαλύνει μόνος του ποια ακριβώς “αλήθεια” του ταιριάζει (λινκ εδώ).  

—  Διαβάζω στις «Συστάσεις» από Τα Νέα (βιβλιοδρόμιο, 20-21/8/22) την ποιήτρια Μαρία Ζαγκλαρά καθώς απαντάει σε αυτό το αφανές ερωτηματολόγιο της στήλης και δεν μπορώ να μην σχολιάσω ότι ενώ όλες σχεδόν οι απαντήσεις της είναι ζυγισμένες και εύλογες, δεν καταφέρνει να αποφύγει ένα σχόλιο που χαλάει τη συνταγή: «Το πιο οδυνηρό στη διαδικασία συγγραφής είναι να ζεις την ποίηση που δεν μπορείς να γράψεις». Η ειρωνεία είναι ότι η συγκεκριμένη φράση επιλέγεται από τη σύνταξη και ως τίτλος της στήλης. Τι να καταλάβει όμως από αυτό ο αναγνώστης, έτσι μόνη κι έρημη όπως στέκεται η δήλωση χωρίς καμία επεξήγηση; Ότι ως άλλος Χέλντερλιν, η κ. Ζαγκλαρά, διάγει βίον ποιητικόν (η φράση αναφέρεται σε μια διάλεξη του Χάιντεγκερ, λινκ εδώ), αλλά δεν δύναται να τον μεταφέρει στο χαρτί; Ναι, ρωτάω με σκωπτική διάθεση, αλλά ρωτάω και με σκοπό να υπογραμμίσω την αμετροέπεια του δημιουργού που, αν μη τι άλλο, δεν διαβάζει αυτά που λέει να συναισθανθεί πώς ίσως να ακούγονται στον ανύποπτο αναγνώστη που δήθεν αποζητά τι; Μια δυσνόητη αποφθεγματική αλήθεια που θα τον κάνει να συνειδητοποιήσει ότι έχει να κάνει με αληθινό καλλιτέχνη; Θυμίζω ότι αν κάτι μοιάζει με τέχνη, και μιλάει σαν τέχνη, τότε, πιθανότατα, δεν είναι τέχνη.     

— Επίσης στο βιβλιοδρόμιο (Τα Νέα, 20-21/8/22) διάβασα το κείμενο του κ. Καβαλλιεράκη «Το μυστήριο των γαλλικών γραμμάτων» για τον Λουί Φερντινάντ Σελίν. Ο συντάκτης εμφανίζεται να "σοκάρεται" με τις αποκαλύψεις από το μέχρι πρόσφατα χαμένο και ανέκδοτο βιβλίο του συγγραφέα «Πόλεμος» που μάλιστα διαβάζει(;) στο πρωτότυπο. Μας ρωτάει κιόλας «Μπορεί να διαχωριστεί το έργο από τον δημιουργό του; Η ερώτηση που επανέρχεται σε πλείστες όσες περιπτώσεις. Στην περίπτωση του Σελίν ίσως η απάντηση είναι αρνητική, καθώς μια πολυτάραχη εκρηκτική και πλούσια σε εμπειρίες ζωή συμβαδίζει με ένα εκρηκτικό  σκοτεινό και δυσπρόσιτο έργο». Ναι, πολύ φυσιολογικό ακούγεται αυτό. Οι πλούσιες σε εμπειρίες ζωές τείνουν να παράγουν, αν τυγχάνει να χαρακτηρίζεται το υποκείμενο και από κάποιο ταλέντο, και έργο που δεν συνάδει ακριβώς με τις μικροαστικές ανησυχίες του εκάστοτε αναγνώστη ή της κοινωνίας. Ναι, ο κ. Καβαλλιεράκης φροντίζει μαζί με το συγκεκριμένο βιβλίο να διαβάσει(;), πάλι στο πρωτότυπο, αυτή τη φορά στα αγγλικά, και μια νέα βιογραφία του Σελίν, και καταλήγει: «Τα νέα έργα και η βιογραφία του Σελίν καθιστούν μάλλον πλέον επιτακτική την επανανάγνωση και των έργων αλλά και των ιστορικών και βιογραφικών αναφορών των δημιουργών τους, καθώς μια τέτοια παράλληλη ανάγνωση επιτρέπει τη βαθύτερη και ουσιαστικότερη ανάγνωση αλλά και την αποφυγή ερμηνευτικών αυθαιρεσιών». Η λογοτεχνία έχει ως κύριο στόχο να ψυχαγωγεί, να καθηλώνει, και γιατί όχι ενίοτε να ξεβολεύει και να τρομάζει. Ας αφήσουμε τη «βαθύτερη και ουσιαστικότερη ανάγνωση» στους πανεπιστημιακούς και ας αποπειραθούμε να αφουγκραστούμε και να απολαύσουμε την αισθητική αρτιότητα κάποιων κειμένων που αψηφούν την ηθική και δεν κανακεύουν τους σχολαστικισμούς κάθε ερασιτέχνη ή επαγγελματία.    

—   Ο Θοδωρής Καλλιφατίδης με την ευκαιρία της έκδοσης του νέου βιβλίου του (Η πολιορκία της Τροίας, Πατάκης 2022) παραχώρησε συνέντευξη στον κ Γρηγόρη Μπέκο (Το Βήμα, 21/8/22). Σημειώνω, μια που μου επισημάνθηκε, ότι στο εξώφυλλο του ένθετου ο κ. Καλλιφατίδης παρουσιάζεται ως ο «γνωστός Έλληνας συγγραφέας» και στον υπότιτλο της συνέντευξης ως ο «καταξιωμένος Έλληνας συγγραφέας». Και οι δύο προσδιορισμοί «γνωστός» και «καταξιωμένος» έρχονται να υπογραμμίσουν κάτι που προφανώς δεν είναι ο κ. Καλλιφατίδης. Φαντάζεται αλήθεια κάποιος να παρουσιάζεται ο Απόστολος Δοξιάδης ή ο Χρήστος Χωμενίδης ως ο «γνωστός Έλληνας συγγραφέας»; Ο κ. Καλλιφατίδης ζει στη Σουηδία τα τελευταία εξήντα χρόνια, (ναι, είναι 84 ετών) και για αυτό προφανώς και ο συντάκτης αισθάνεται την ανάγκη να τον παρουσιάσει όπως τον παρουσιάζει. Τώρα, αναφορικά με τη συνέντευξη: ο κ. Καλλιφατίδης έχω την αίσθηση ότι κάπως σέρνεται να κάνει δηλώσεις που δεν του ταιριάζουν: μιλάει για τη θέση των γυναικών τόσο στο βιβλίο του όσο και στην εποχή της Κατοχής, όπως κάνει και γενικότερες δηλώσεις περί μισογυνισμού και Εκκλησίας. Οι δηλώσεις αυτές μοιάζουν περισσότερο με την επιθυμία του συνεντευξιάζοντος να βάλει στο κείμενο κάτι πιασάρικο παρά κάποιο ουσιαστικό σχόλιο για το νέο βιβλίο του συγγραφέα.   

— Κλείνω με μια αναφορά στο πολύ ενδιαφέρον αφιέρωμα «Ιστορία και Λογοτεχνία: Εκλεκτικές συγγένειες» (Τα Νέα, 20-21/8/22). Το αφιέρωμα που επιμελήθηκε ο κ. Νιάρχος είχε πέντε εύστοχα κείμενα από πέντε συγγραφείς και κριτικούς. Θα σταθώ μόνο στην εξαιρετική δήλωση που υπογραμμίζει ο κ. Δημήτρης Ραυτόπουλος: «Μπορεί να βιάζει κανείς την ιστορία, υπό τον όρο να της κάνει ένα παιδί». Η δήλωση αποδίδεται στον Αλέξανδρο Δουμά (πατέρα) –«καθ’ ύλην αρμόδιος» χαρακτηρίζεται από τον κ. Ραυτόπουλο– που σαρκαστικά είχε σχολιάσει την «ηθική αντίρρηση [...] ότι η λογοτεχνία ψεύδεται, ότι παραβιάζει την Ιστορία».