Skip to main content
Κυριακή 28 Απριλίου 2024
Πορτραίτο του ήρωα σε τρίτη ηλικία

«Κάθε πρωί στις εννιά κοιταζόμαστε. Αυτός είναι όρθιος μπροστά στο γραφείο μου, με το βλέμμα κολλημένο πάνω μου, όχι ακριβώς στο ύψος των ματιών, αλλά λίγο πιο ψηλά, κάπου εκεί ανάμεσα στη βάση του μετώπου και στις βλεφαρίδες. «Είμαι μαλάκας», μου λέει. 

Όχι με λόγια, με το βλέμμα του μου το λέει. Εγώ είμαι καθισμένος πίσω από το γραφείο και τον κοιτάω ακριβώς στην κόρη, ούτε πιο ψηλά, ούτε πιο χαμηλά. Γιατί εγώ είμαι ο προϊστάμενός του και μπορώ να τον κοιτάζω στα μάτια, αυτός δεν μπορεί. «Το ξέρω ότι είσαι μαλάκας», του λέω. Ούτε μένα βγαίνει λέξη από το στόμα μου, το βλέμμα μου μιλάει. Αυτή τη συζήτηση την κάνουμε δέκα μήνες τον χρόνο, αν εξαιρέσεις τους δυο που είμαστε ο καθένας σε άδεια, πέντε μέρες την εβδομάδα, Δευτέρα ως Παρασκευή, χωρίς να λέμε λέξη, μόνο με το βλέμμα. «Είμαι μαλάκας – το ξέρω ότι είσαι μαλάκας» (Νυχτερινό δελτίο, Γαβριηλίδης: 1995, σ. 9).

«Παρατηρείστε πόσο εύστοχα σκιαγραφεί ο Μάρκαρης την ιεραρχία, τη ρουτίνα και την πλήξη, τον τρόπο σκέψης αλλά και τη γλώσσα του μπάτσου: αυτό το δομικό «μαλάκας» που μέσα σε μερικές μόνο γραμμές επαναλαμβάνεται τέσσερις φορές (2+2 στην καταληκτική πρόταση για να δοθεί έμφαση) για να συνειδητοποιήσει ο αναγνώστης την περίοδο του φάρου, το στίγμα της προσήνειας. Παρατηρείστε επίσης το παιγνιώδες και χιουμοριστικό που προσφέρει η χρήση αυτή του «μαλάκα», χωρίς καν να ξεστομίζεται. Δεν υπεισέρχομαι καθόλου στην ουσία εκείνου του πρώτου μυθιστορήματος· τονίζω απλώς πόσο απουσιάζουν αυτές οι αρετές από το τελευταίο μυθιστόρημα».  

Παραθέτω ξανά αυτό το απόσπασμα μαζί με το σχόλιο που είχα κάνει στο κριτικό σημείωμα για Το κίνημα της αυτοκτονίας (Κείμενα: 2021), το προηγούμενου μυθιστόρημα του Πέτρου Μάρκαρη (Κωνσταντινούπολη, 1937), για να πω ότι πουθενά, ούτε στο νέο του βιβλίο δεν εντοπίζεται αυτή η σπιρτάδα της γραφής που υποκινεί τον αναγνώστη να διαβάσει με ενδιαφέρον, όχι γιατί έχει περιέργεια να ανακαλύψει τον δολοφόνο –μια βαρετή διαδικαστική λεπτομέρεια της αστυνομικής λογοτεχνίας– αλλά γιατί η ίδια η περσόνα του Χαρίτου συνιστά μια ζωντανή, παλλόμενη οντότητα που μέσα από το ύφος του συγγραφέα επιτυγχάνει να κεντρίσει το ενδιαφέρον του αναγνώστη – έστω κι αν ο αναγνώστης δεν μπορεί να εντοπίσει το γιατί ή, πιο σωστά, ακριβώς επειδή η αμεσότητα της γραφής του πρώιμου Μάρκαρη καθιστά τα ερωτήματα σχετικά με το ύφος άνευ σημασίας. Η καλή λογοτεχνία, βλέπετε, λειτουργεί πάντα αδιαμεσολάβητα. Ο Χαρίτος των τελευταίων μυθιστορημάτων, αντιθέτως, είναι μια απισχνασμένη προσωπικότητα ενός μικροαστού που ελλείψει ζωτικότητας εστιάζει σε θεματικές που αντλούνται από την κοινωνική δικτύωση και το στενό οικογενειακό του περιβάλλον και, κυρίως, αναλώνεται σε ένα λιβάνισμα που ενέχει ποικίλες δόσεις πολιτικής ορθότητας, διδακτισμού, μελοδράματος, παστίτσιου, γεμιστών και αγάπης. Ουδόλως τυχαία μέρος της πλοκής του βιβλίου στήνεται πάνω σε αναρτήσεις από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και αυτό συνιστά παθογένεια που αμαυρώνει κάθε ικμάδα του μύθου αλλά και της προσωπικότητας του ήρωα. Δεν έχω τίποτα εναντίον της χρήσης των μέσων κοινωνικής δικτύωσης στο πλαίσιο του μυθιστορήματος. Αντιθέτως, νομίζω ότι οι συγγραφείς που για λόγους αισθητικής αρτιότητας αρνούνται να εντάξουν αυτό το κομμάτι της πραγματικότητας στα έργα τους εθελοτυφλούν και παραμένουν προσκολλημένοι σε μια εξουθενωτική νοσταλγία. Δεν είναι αυτό το πρόβλημα λοιπόν στην περίπτωση του συγκεκριμένου μυθιστορήματος. Η άποψή μου είναι ότι εδώ η πλάστιγγα έχει γείρει προς την άλλη πλευρά και ο Χαρίτος δίνει περισσότερο βάρος στο κομμάτι της κοινωνικής δικτύωσης από όσο θα έπρεπε. Φοβάται αναταραχές επειδή μια ομάδα γυναικών αρχαιολόγων –οι Καρυάτιδες του τίτλου– αναρτούν στα ΜΚΔ και διαμαρτύρονται ενάντια στις επικείμενες επενδύσεις Αμερικανών επιχειρηματιών που επιθυμούν να «[...] οικοδομήσ[ουν] μια νέα πολιτεία, στα πρότυπα της αρχαίας αθηναϊκής» (σ. 57). Όπως φοβάται και ότι οι αναρτήσεις του καθηγητή Βαρκάτη, που κατηγορεί τις Καρυάτιδες μετά την αποχώρηση των επιχειρηματιών «[...] ξυπνούν ορέξεις με απρόβλεπτα αποτελέσματα» (σ. 116). Δεν μπορώ να πω όμως ότι δεν συμμερίζομαι τον Μάρκαρη. Ένα από τα μεγάλα μαθήματα των τελευταίων εκλογών, αναφορικά με τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, είναι και η διαπίστωση ότι λειτουργούν ως στρεβλωτικός φακός των πεποιθήσεων που τελικά υποκινούν την πλειοψηφία στην πράξη. Είναι πολύ εύκολο επομένως να τείνει να πιστεύει κάποιος ότι αυτά που παρατηρεί στον μικρόκοσμο των ΜΚΔ κατοπτρίζονται, και μάλιστα στις ίδιες ποσοστώσεις, και στην πραγματικότητα. Ο Χαρίτος όμως είναι αδύνατον να μην παραλληλιστεί, έστω σε κάποια σημεία, με τον ίδιο τον Μάρκαρη που φαίνεται να παθιάζεται με θεματικές της επικαιρότητας –βλ. πανδημία, γυναικοκτονίες, τεχνητή νοημοσύνη– και να αποφασίζει, για να διασκεδάσει τον θυμό και τον προβληματισμό του να επιδίδεται στη συγγραφή μυθιστορημάτων που αναμασούν κοινοτοπίες και πραγματεύονται βιαστικά συμπεράσματα ορμώμενα από τις ακόμη δυσδιάκριτες εφαρμογές της τεχνητής νοημοσύνης αλλά και τη λανθασμένη χρήση του όρου γυναικοκτονία.

Παραθέτω: 

«“Ο δεύτερος στο τραπέζι της συνέντευξης, ο κύριος Λέστερ, μας προετοίμασε ότι θα πει κάτι, που ίσως ακούγεται εξωπραγματικό, αλλά δεν είναι. Συνέχισε λέγοντας πως πρόσφατα το διάστημα άνοιξε και για επισκέπτες που δεν είναι αποκλειστικά αστροναύτες. Σύμφωνα με τις προβλέψεις του, σύντομα θα έχουμε μια κανονική ζωή στο διάστημα”. Σταματάει και η εικόνα επικεντρώνεται στον Λέστερ. “Νομίζω ότι μπορούμε να δημιουργήσουμε με τη βοήθεια της τεχνητής νοημοσύνης έναν αρχαιολογικό χώρο και να οικοδομήσουμε την καινούργια ζωή στο διάστημα στο πρότυπο της αρχαίας Αθηναϊκής Πολιτείας”» (σ. 59).

Όταν διάβασα το συγκεκριμένο απόσπασμα δεν κατάλαβα τι ακριβώς εννοούσε ο συγγραφέας. Η απάντηση άργησε λίγο αλλά ήρθε: 

«Το γραφείο Τύπου της πρεσβείας μας στην Ουάσινγκτον ενημέρωσε το υπουργείο Εξωτερικών πως οι ξένοι ανακοίνωσαν ότι σε συνεργασία με έναν από αυτούς τους δισεκατομμυριούχους, που έχουν κόλλημα με το διάστημα, ετοιμάζουν έναν διαστημικό αρχαιολογικό χώρο για να εγκαταστήσουν τον αρχαίο πολιτισμό”. “Και πώς θα το κάνουν; Έχουν την έγκριση του υπουργείου πολιτισμού, για να μεταφέρουν τα αρχαία στο διάστημα και να τα εκθέσουν;” “Όχι. Δήλωσαν ότι θα αναστηλώσουν τα αρχαία με τεχνητή νοημοσύνη”. “Με άλλα λόγια μας κορόιδεψαν” φωνάζω έξαλλος. “Μας πούλησαν φούμαρα για την αναστήλωση της Αθηναϊκής Πολιτείας και την προβολή της αρχαίας κληρονομιάς, και εμείς τους οργανώσαμε επισκέψεις στους αρχαιολογικούς χώρους με συνοδεία αρχαιολόγων. Πήραν φωτογραφίες, άκουσαν τους αρχαιολόγους και όλα αυτά θα τα χρησιμοποιήσουν για να κάνουν αντίγραφα με την τεχνητή νοημοσύνη”» (σσ. 199-200).      

Παρατηρήστε ότι εδώ το πρόβλημα δεν είναι η απιθανότητα του σχεδίου που προτάσσει ο συγγραφέας αλλά ότι πιστεύει, για κάποιο λόγο, ότι απαιτείται τεχνητή νοημοσύνη για να κατασκευαστούν αντίγραφα των μνημείων. Έτσι, το σκηνικό που κατασκευάζει μοιάζει απλοϊκό και κάνει τον αναγνώστη να νιώθει άβολα με τα έωλα συμπεράσματα. Οι επιπτώσεις από την αλόγιστη χρήση της Τεχνητής Νοημοσύνης και τα όποια προβλήματα θα ανακύψουν είναι ένα θέμα που θα κυριαρχήσει στα χρόνια που έρχονται. Πρώτα όμως προέχει να κατανοηθεί πλήρως τι ακριβώς διακυβεύεται αλλά και να διακρίνουμε πώς ακριβώς θα αποκρυσταλλωθεί το τοπίο στο οποίο άνθρωποι και ΤΝ θα κληθούν είτε να συνεργαστούν είτε να πολεμήσουν μεταξύ τους.  

Στη συνέχεια, επειδή αναφέρεται διαρκώς στο μυθιστόρημα ο όρος «γυναικοκτονία» επισημαίνω ότι κανένας από τους τρεις φόνους που διαπράττονται στον μύθο δεν συνιστά γυναικοκτονία καθώς καμία από τις γυναίκες αυτές δεν δολοφονείται επειδή είναι γυναίκα. Και επειδή εδώ έχουμε να κάνουμε με αστυνομικό μυθιστόρημα διαθέτουμε και τις ομολογίες των δολοφόνων που μας εξηγούν γιατί σκότωσαν – οι φοβικοί των σπόιλερ ας προσπεράσουν τις τρεις παραγράφους που ακολουθούν. Παραθέτω: 

«“Αυτές οι κλώσες έδιωξαν με τη φασαρία τους τούς ξένους. Αν είχαν μείνει, ξέρετε πόσο καλύτερο μεροκάματο θα έβγαζαν με τη διανομή φακέλων και δεμάτων κάποιοι από εμάς, που πληρωνόμαστε με το κομμάτι;”» (σ. 207) αλλά και «“Το μόνο που μας είπε είναι ότι οι Καρυάτιδες απέτρεψαν τους ξένους να έρθουν στην Ελλάδα και αυτό θα έχει επιπτώσεις στις αμοιβές του γιατί οι διανομές θα είχαν αυξηθεί αν οι ξένοι είχαν παραμείνει”» (σ. 217). Ο πρώτος φόνος διαπράττεται από έναν κούριερ επειδή πιστεύει ότι οι Καρυάτιδες τον ζημίωσαν οικονομικά.

Ο δεύτερος φόνος διαπράττεται από τον αδερφό του θύματος για οικονομικές διαφορές: «“Χτες βράδυ πήγα να τη δω με μια άλλη πρόταση. Της είπα ότι σκόπευα να ανοίξω μαγαζί με είδη υγιεινής και της ζήτησα να με βοηθήσει οικονομικά για να σταθώ στα πόδια μου. Ήξερα ότι έπαιρνε καλό μισθό και είχε λεφτά στην άκρη. Μου είπε ένα ξερό όχι, με τη δικαιολογία ότι δεν είχε τόσα λεφτά, για να στηρίξει οικονομικά την επιχείρησή μου”» (σ. 258). Η δεύτερη περίπτωση οριακά θα μπορούσε να είναι γυναικοκτονία γιατί ο δράστης λέει στη συνέχεια «”[...] Είπα να μην φτάσουμε πάλι στη σύγκρουση και σκέφτηκα να αλλάξω θέμα, για να ηρεμήσουμε. [...] Στην εταιρεία που δουλεύω έχω μια προϊσταμένη που μου βγάζει όλη μέρα το λάδι, αλλά και μια αδελφή, που ό,τι κι αν της ζητούσα μου έκλεινε την πόρτα. Και τώρα μου έλεγε ότι αυτές οι κατίνες [οι Καρυάτιδες] είχαν δίκιο. Έγινα έξαλλος. Σηκώθηκα πάνω και της έδωσα ένα χαστούκι. Εκείνη μου είπε τότε: “Αυτοί είναι οι άντρες. Όταν δεν γίνεται το δικό τους, τα μόνα που ξέρουν είναι τα χαστούκια και το ξύλο”. Βγήκα από τα ρούχα μου και άρχισα να τη χτυπάω. Όταν έπεσε χάμω την παράτησα και έφυγα”» (σ. 259). Και πάλι όμως δεν πείθομαι, γιατί παρότι το θύμα βρίσκεται σε θέση φυσικής αδυναμίας λόγω φύλου, δεν βρίσκεται σε θέση οικονομικής αδυναμίας. Είναι ακριβώς αυτή η διαφορά που θέτει σε κίνηση τα γρανάζια της αιτιακής ακολουθίας των κινήτρων που οδηγούν στον φόνο και οριακά γέρνει την πλάστιγγα προς την ανθρωποκτονία, γιατί εύκολα μπορούμε να φανταστούμε να εκτυλίσσεται το ίδιο σκηνικό ακόμα κι αν τη θέση της αδερφής έπαιρνε αδερφός. Διατηρώ όμως αμφιβολίες γιατί το έγκλημα διαπράττεται με τα χέρια και όχι με όπλο που θα έτεινε να εξαλείψει από την εξίσωση τη διαφορά στη φυσική δύναμη.   

Ο τρίτος φόνος ξεκάθαρα δεν είναι γυναικοκτονία. «“Έχω μια τελευταία ερώτηση. Γιατί τους έβαλες να σκοτώσουν τη Ζωή Πετρέλη;” “Γιατί με κατέστρεψε επαγγελματικά. Και αυτή και οι υπόλοιπες που καμάρωναν για Καρυάτιδες”» (σ. 293). 

Η συγκεκριμένη παρανόηση παρότι λογίζεται πραγματολογικό λάθος δεν θα είχε ιδιαίτερο βάρος, τουλάχιστον για μένα, σε περίπτωση που ο μύθος στεκόταν ικανοποιητικά. Κάνω την αναφορά για να δείξω ότι ο συγγραφέας προτρέχει στις θεματικές που επιλέγει χωρίς να ξεκαθαρίζει με ακρίβεια τι συνιστά και τι δεν συνιστά πρόβλημα στην εκάστοτε περίπτωση αλλά και αν η ορολογία που χρησιμοποιεί αντιστοιχεί στην πραγματικότητα.

Ο Μάρκαρης δεν καταφέρνει να αποστασιοποιηθεί αρκούντως από τα γεγονότα. Για αυτό, παρά το ότι έχει τις ικανότητες να κατασκευάσει πειστικές μυθοπλασίες, αδυνατεί να αναδείξει τις αληθινές διαστάσεις των προβληματικών που τον απασχολούν από γόνιμες οπτικές γωνίες. Και όταν λέω «γόνιμες» δεν δίνω βάρος τόσο στον όποιο καλώς εννοούμενο διδακτισμό, αλλά στους φορμαλισμούς που θα ικανοποιήσουν τον αναγνώστη. 

Το μυθιστόρημα διαβάζεται διεκπεραιωτικά με μια βαθιά μελαγχολία για το τι ήταν ο Χαρίτος στο παρελθόν και το πώς καταλήγει σήμερα. Περιττό να αναφέρω ότι αυτή η εικόνα επιτείνεται και από την παντελή απουσία οποιασδήποτε αναφοράς σε κάποιο υπόστρωμα παθών και επιθυμιών του ήρωα που παρότι υπήρχαν στο παρελθόν τώρα φαίνονται οριστικά διευθετημένες υπό το πρίσμα της ηλικίας του ήρωα. Αναφέρω χαρακτηριστικά τη δομική σχέση του Χαρίτου με τον Λάμπρο Ζήση, που τώρα πλέον έχει βρει τη θέση του στο ευρύτερο πλαίσιο της οικογένειας του αστυνόμου. Ναι, ο χαρακτήρας έχει μεγαλώσει αλλά αυτό δεν συνιστά δικαιολογία για έναν μυθιστορηματικό ήρωα ώστε να παραμένει στο απυρόβλητο κάθε λιβιδινικής ή άλλης χροιάς. Ο Χαρίτος δηλαδή, ακόμα και για λόγους δραματουργικής επιτελεστικότητας, για λόγους δηλαδή που θα έκαναν τον μύθο αξιανάγνωστο θα έπρεπε να διαθέτει και τέτοιες εκφάνσεις στην παράθεση της προσωπικότητάς του. 

Η περίπτωση του Χαρίτου είναι όμως –για να δικαιολογήσω και τον τίτλο του παρόντος κριτικού σημειώματος– και μια εξαιρετική ευκαιρία για να διερωτηθεί κανείς πώς οφείλει να γερνάει μυθιστορηματικά ένας ήρωας με διαρκή παρουσία σχεδόν 30 ετών. Θα επαναλάβω εδώ τη μόνιμη επωδό μου ότι πολύ σπάνια συνιστά η πραγματικότητα ικανό πρότυπο για να δομηθεί ένας ήρωας που θα συντηρεί το ενδιαφέρον του αναγνώστη. Με άλλα λόγια, το πως –και πώς– γερνάει ο συγγραφέας ουδόλως θα έπρεπε να περιορίζει τον ήρωά του. Αρκεί λοιπόν το φαγητό και η εύλογη απόλαυση των συναναστροφών με τον στενό οικογενειακό κύκλο, με μερικούς φίλους και συναδέλφους για να κατασκευαστεί με αξιώσεις μέρος του κοινωνικού χαρακτήρα του μυθιστορήματος; Μα ο Χαρίτος, θα αντιτείνει κάποιος, είναι και ένας βαθιά ηθικός άνθρωπος. Ακριβώς αυτό όμως είναι και μέρος του προβλήματος. Είναι το βάρος του ηθικού έρματος του Χαρίτου που τον καθηλώνει σε μια βαρετή νηνεμία. Μια συνθήκη που μοιάζει να πραγματώνεται με την απλοϊκότητα της περιστροφής ενός καρουζέλ: μια εναλλαγή ειδυλλιακά κοινότοπων εικόνων –σε πόσα άραγε τραπέζια και οικογενειακές χαρές μπορεί να παραστεί ο ήρωας πριν ο αναγνώστης απηυδήσει;– πάνω στην τύχη κάποιου που αξιώνεται να μεγαλώνει, να γερνάει και να περνάει στο περιθώριο χωρίς ο ίδιος να το συνειδητοποιεί. Αναγνωρίζω εδώ στον Μάρκαρη ότι, μυθοπλαστικά, η προαγωγή του Χαρίτου σε διευθυντή Ασφάλειας Αττικής ενέχει εν είδει υπαινιγμού και την απογοήτευση που συνεπάγεται η αποχή του από την ενεργό δράση του προϊσταμένου του Τμήματος Ανθρωποκτονιών καθώς ουκ ολίγες φορές, στη νέα του θέση, αρκείται στον ρόλο της υψηλής εποπτείας. 

Υπάρχει όμως τεράστια διαφορά ανάμεσα στο «ξέρω ότι έχω χάσει το τρένο και παλεύω να κρατηθώ στο παιχνίδι με ποικίλες επινοήσεις» και στο σκηνικό που εισπράττουμε στο μεγαλύτερο μέρος του μυθιστορήματος όπου ο Χαρίτος εμφανίζεται να διαβιοί σε μια νιρβάνα μικροαστισμού και επιφανειακού διδακτισμού που μόνο τη χαρά της μηχανικής ανάγνωσης των φανατικών οπαδών του μπορεί να προσφέρει. Το αντίβαρο στο πέρασμα του χρόνου και το επερχόμενο γήρας του χαρακτήρα υποτίθεται ότι εντοπίζεται στις προνομιακές θεάσεις που στηρίζονται περισσότερο στη δυνατότητα του υποκειμένου να προσφέρει μεστά σχόλια, μέσα πάντα από το πρίσμα μιας βιωματικής ιστορικότητας, όχι γιατί συνεχίζει να βρίσκεται στο επίκεντρο των εξελίξεων αλλά γιατί κατέχει πλέον τις νοητικές δεξιότητες που του προσδίδουν μια σχεδόν μηχανική ικανότητα να κατασκευάζει, ακόμα και διαισθητικά, με τα δεδομένα της εκάστοτε κατάστασης, κάποιες αποχρώσεις πρωτοτυπίας. Ο μυθιστορηματικός ήρωας που γερνάει είναι ένας άνθρωπος που, από τη μία, θα πρέπει να περνάει στον αναγνώστη μια αμφιβολία και μια διστακτικότητα προς καθετί νέο, γιατί διαρκώς θυμάται πώς έχουν υπάρξει τα πράγματα στο παρελθόν, αλλά, από την άλλη, που δεν διστάζει να ασπαστεί, με μια αθωότητα που εκπλήσσει και ό,τι πιο ρηξικέλευθο επειδή γνωρίζει ότι η βαθύτερη αλήθεια δεν είναι παρά η αέναη διάψευση του παρόντος. Ο γερασμένος ήρωας δύναται να θάλλει μόνο υπό το πρίσμα των διαισθήσεών του –ιδωμένων ιδανικά ως αριστοτελική φρόνηση ή educated guesses– που, ειδικά εφόσον μιλάμε για μυθιστόρημα, οφείλουν να περιορίζονται μόνο από την επινοητική ικανότητα του συγγραφέα. Ο Χαρίτος υποπίπτει σε λάθη και αδόκιμα συμπεράσματα αλλά δεν έχει κανένα σκοτεινό σημείο και καμιά πικρία. Δεν τον βαραίνει σχεδόν τίποτα από το παρελθόν και δεν φαίνεται ποτέ, αν εξαιρέσει κανείς το καταστατικό παρελθόν του που πλέον τελεί εν υπνώσει, να τον βασανίζει κάτι που θα μπορούσε να εργαλειοποιηθεί για να φέρει κάποιες παραλλαγές στη συγχρονία του βίου του.

Το σκηνικό έχει ως εξής: ο Μάρκαρης, που εμφανώς μπορεί να γράψει ένα καλό και μεστό στυλιστικά βιβλίο αστυνομικής λογοτεχνίας, έχει πλέον περιοριστεί σε έναν Χαρίτο έμπλεο ορθοπολιτικών μελοδραματισμών και εναγκαλισμών με τον εγγονό του. Οι νεότεροι συγγραφείς της αστυνομικής λογοτεχνίας που ενίοτε τολμούν να γράψουν πιο κοντά σε εκφάνσεις της πραγματικότητας, δυστυχώς, δεν έχουν την ικανότητα του Μάρκαρη στη γραφή. Έτσι όπως το βλέπω, είτε ο Χαρίτος θα πρέπει να βγει στη σύνταξη –δεν το λέω ουδόλως ειρωνικά ή μεταφορικά αλλά ως γνήσια μυθοπλαστική επιλογή– είτε θα πρέπει, ως εν ενεργεία διευθυντής Ασφάλειας, επειγόντος να επανεπινοήσει τον εαυτό του.

Θα κλείσω όμως με ένα ακόμη απόσπασμα από τον πρώιμο Μάρκαρη: 

«Όπως κάθε απόγευμα, βρίσκω καταφύγιο στην κρεβατοκάμαρα και παίρνω από τη βιβλιοθήκη το Λεξικό του Δημητράκου. Βιβλιοθήκη, τη λέμε έτσι για να της δώσουμε βάρος. Στην πραγματικότητα είναι μια εταζέρα με τέσσερα ράφια. Στο πάνω ράφι είναι τα λεξικά: Μέγα Λεξικόν της Ελληνικής Γλώσσης των Λίντελ-Σκοτ, Λεξικόν Ορθογραφικόν και Ερμηνευτικόν της Νεοελληνικής Γλώσσης του Δημητράκου, Αντιλεξικόν ή Ονομαστικόν της Νεοελληνικής Γλώσσης του Βοσταντζόγλου, Ετυμολογικό Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής του Ν.Π. Ανδριώτη, και το Ελληνικό Λεξικό των Τεγόπουλου-Φυτράκη. Αυτό είναι το μόνο χόμπι που έχω – τα λεξικά. Ούτε γήπεδα, ούτε μαστορέματα, τίποτα. Αν ρίξει κανένας τρίτος μια ματιά στη βιβλιοθήκη, θα πάθει την πλάκα του. Το πάνω ράφι είναι γεμάτο λεξικά. Εντυπωσιάζεσαι, πας στα παρακάτω και πέφτεις πάνω σε Βίπερ, Νόρα, Μπελ, Άρλεκιν και Μπιάνκα. Κράτησα το ρετιρέ για μένα κι άφησα τους τρεις κάτω ορόφους στην Αδριανή. Πάνω το πασάλειμμα γνώσης, κάτω η ξεφτίλα. Η Ελλάδα σε τέσσερα ράφια» (Νυχτερινό δελτίο, Γαβριηλίδης: 1995, σ. 27).  

— Πέτρος Μάρκαρης, Η εξέγερση των Καρυάτιδων, Κείμενα: 2023, 336 σελίδες, ISBN: 9786185642204, τιμή: €17.99.